Είναι Σεπτέμβριος του 1961 και ο Ωνάσης μαζί με την Μαρία Κάλλας φιλοξενούν στη «Χριστίνα» το πριγκηπικό ζεύγος Ρενιέ-Γκρέις Κέλι.
Σε κάποια έξοδό τους θα καταλήξουν στη “Σπηλιά του Παρασκευά” στον Πειραιά, όπου μεσουρανούσε το καλλιτεχνικό ζευγάρι Μανώλης Χιώτης – Μαίρη Λίντα.
Εκείνο το βράδυ η ντίβα της όπερας με τον “ιερέα” του μπουζουκιού θα έχουν τον παρακάτω διάλογο, όπως τον αποτύπωσε ο δημοσιογράφος και βιογράφος του Ωνάση, Δημήτρης Λυμπερόπουλος:
Χιώτης: Μεγάλη μας τιμή κυρία Κάλλας, δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω.
Κάλλας: Δική μου τιμή κύριε Χιώτη, γιατί πιστέψτε με ότι η αποψινή βραδιά ήταν η πιο ευχάριστη ψυχαγωγικά της ζωής μου. Σας εκφράζω και τα συγχαρητήρια της πριγκίπισσας που με έβαζε κατά τη διάρκεια των τραγουδιών να της μεταφράζω τα λόγια στα αγγλικά.
Χιώτης: Αυτό με φοβίζει….
Κάλλας: Να μη σας φοβίζει, γιατί η πριγκίπισσα είναι ερωτευμένη γυναίκα και μου εξέφρασε τον θαυμασμό της όχι μόνο για τη δεξιοτεχνία σας και τη φωνή της κυρίας Λίντα, αλλά και για κάποιους στίχους που προσπάθησα να τους μεταφράσω όσο σωστότερα μπορούσα.
Στη συνέχεια η Γκρέις Κέλι με τη βοήθεια της Κάλλας, ρώτησε τον Χιώτη σε τι διαφέρει το μπουζούκι του από τις ηλεκτρικές κιθάρες των Μπήτλς και ο Χιώτης έδωσε αυτή την μοναδική απάντηση:
Χιώτης: Κυρία Κάλλας, παρακαλώ εξηγείστε στην πριγκίπισσα ότι οι χορδές της ηλεκτρικής κιθάρας δονούνται από την πρίζα και οι χορδές του μπουζουκιού κατευθείαν από την καρδιά.
Αν τώρα αναρωτιέστε τι δουλειά μπορεί να είχε ο μύθος της όπερας στα μπουζούκια, η απάντηση είναι μάλλον απλή…
Η Μαρία Κάλλας ήταν ερωτευμένη γυναίκα!
Σχετικά Κείμενα
Ακολουθούσε τον Ωνάση στα πάντα. Πήγαινε, όπου πήγαινε και εκείνος.
Με αφορμή την Κάλλας, να ένας πρόχειρος ορισμός του έρωτα:
”…Ερωτευμένος είσαι όταν κάνεις πράγματα τα οποία θεωρούσες αδιανόητα πιο πριν, χωρίς καν να αγκομαχάς!…”
Ο Ωνάσης από την άλλη, σαν γνήσιος ανατολίτης, γλένταγε στα μπουζούκια και μαζί με εκείνον και η Κάλλας, που εκείνη την περίοδο είχε επισκεφτεί μαζί του τον Κόκκοτα, τον Ζαμπέτα, τον Χιώτη και την Μαίρη Λίντα.
Ο Ωνάσης στα μπουζούκια έδινε σώου. Από την ώρα που πάρκαρε η λιμουζίνα του απ’ έξω κι ο πορτιέρης ειδοποιούσε την ορχήστρα ότι έρχεται ο κ. Ωνάσης, τα πάντα άλλαζαν. Σταματούσε το τραγούδι που έπαιζαν και ξεκίναγε το «Λεβεντόπαιδο Αρίστο».
Ήταν ένα τραγούδι, που είχε γράψει το ‘69 ο Λοΐζος για την ταινία «Λεβεντόπαιδο» και τελικά το τραγούδησε ο Κόκκοτας, ο οποίος ήταν αδελφικός του φίλος. Το τραγούδι αυτό έγινε το σήμα κατατεθέν τού Ωνάση σε όλα τα μαγαζιά.
***Απόσπασμα από το βιβλίο μου “Και στο ρεφρέν θα μπω ξανά”