Η απίστευτη ζωή του Ρόμαν Πολάνσκι

Ο σκηνοθέτης που τα γεγονότα της προσωπικής του ζωής συχνά απασχόλησαν τον κόσμο περισσότερο και από τις πολύ επιτυχημένες ταινίες του.
Είναι το καλοκαίρι του 1969 στο Λος Άντζελες και η 26χρονη
Sharon Tate, γυναίκα του Πολάνσκι και έγκυος στο παιδί του, και άλλοι τέσσερις φιλοξενούμενοί της θα βρουν βίαιο θάνατο, αφού πρώτα μαχαιρώθηκαν βάναυσα ή πυροβολήθηκαν χωρίς κανέναν προφανή λόγο.
Πιο συγκεκριμένα ήταν Σάββατο βράδυ, ο Ρομάν Πολάνσκι είχε γύρισμα στην Ευρώπη και η υπηρέτρια είχε βγει, γιατί ήταν η μέρα που είχε ρεπό. Στις οκτώ το πρωί έφθασε η υπηρέτρια στο σπίτι, μπήκε από την κουζίνα και αντίκρισε ένα απίστευτα φρικιαστικό θέαμα.
Βρήκε τα ντουλάπια και το ψυγείο άδεια, το τηλέφωνο κομμένο και στο σαλόνι τα διαμελισμένα σώματα της Σάρον Τέιτ και των καλεσμένων της!
Η Σάρον είχε μαχαιρωθεί δεκαέξι φορές στην πλάτη και το στήθος. Την ώρα που τη μαχαίρωναν, φέρεται να παρακάλεσε τους δολοφόνους να χαρίσουν τη ζωή στο αγέννητο παιδί της.
Στους τοίχους η αστυνομία βρήκε την επόμενη μέρα γραμμένα συνθήματα. Σε έναν από αυτούς ήταν γραμμένες οι λέξεις Ηelter Skelter που είχαν γραφτεί με το αίμα των θυμάτων.
Μήνες μετά το συμβάν οι δολοφόνοι κυκλοφορούσαν ακόμα ελεύθεροι και ο Τύπος της εποχής είχε αφηνιάσει. Ένα σωρό κουτσομπολιά για πάρτι οργίων, μαύρες μαγείες και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς γινόταν πρωτοσέλιδο. Οι υποψίες της αστυνομίας εκείνες τις ημέρες στρέφονταν κυρίως εναντίον του Πολάνσκι.
Μετά από πολλές ανακρίσεις, αλλά και αφού πέρασε το τεστ της αλήθειας, έπαψε να θεωρείται ύποπτος.
Τελικά η αστυνομία έφτασε στα χνάρια του Τσαρλς Μάνσον και της “οικογένειάς” του.
Ο Πολάνσκι είχε δώσει αμοιβή 25.000 δολάρια σε όποιον θα έδινε κάποια πληροφορία σχετικά με τους φόνους. Μία κρατούμενη είχε κρυφακούσει την κουβέντα μεταξύ δύο άλλων γυναικών κρατουμένων που συζητούσαν για το έγκλημα.
Η μία από αυτές ήταν η Σούζαν Άτκινς, μέλος της “οικογένειας” του Μάνσον. Η Σούζαν διηγήθηκε στην αστυνομία πως όρμησε μέσα στο σπίτι μαζί με τους συντρόφους της, αφού έκοψαν πρώτα τα τηλεφωνικά καλώδια, και τους δολοφόνησαν.
Όσο για τα ναρκωτικά, τα όργια και τις τελετουργίες ήταν όλα άσχετα. Οι περιπέτειες του Πολάνσκι με τη δικαιοσύνη και τον τύπο δεν σταμάτησαν εδώ.
Το 1977, ο Ρομάν Πολάνσκι ζητάει από τη μητέρα της δεκατριάχρονης τότε Σαμάνθας Γκάιμερ να του δώσει την άδεια να φωτογραφίσει την κόρη της για τη γαλλική έκδοση του περιοδικού Vogue.
Μετά τη φωτογράφιση η μικρή Σαμάνθα θα βρεθεί στο σπίτι του Τζακ Νίκολσον. “Βγάζαμε φωτογραφίες πίνοντας σαμπάνια”, θα αφηγηθεί αργότερα η ίδια η Γκάιμερ.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, ο Πολάνσκι τής ζητάει να ξαπλώσει και της έδωσε να πιει σαμπάνια με υπνωτικά.
Το κορίτσι ναρκώθηκε και στην συνέχεια την βίασε.
Ο Πολάνσκι κατηγορήθηκε για έξι κακουργήματα, αντιμετωπίζοντας έως και ισόβια κάθειρξη.
Ωστόσο, έκανε συμφωνία με τον εισαγγελέα, δήλωσε ένοχος για τη σεξουαλική επαφή με ανήλικη και οι κατηγορίες για τα πέντε κακουργήματα αποσύρθηκαν.
Ο Πολάνσκι δεν έμεινε στην Αμερική για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες και την καταδίκη του και διέφυγε στην Ευρώπη, όπου επέλεξε να ζήσει, μέχρι και σήμερα, στη Γαλλία.
Ακόμη και όταν κέρδισε το Όσκαρ σκηνοθεσίας το 2003 για τον «Πιανίστα», δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην Αμερική, καθώς η σύλληψή του θα ήταν άμεση.