Φθηνά Τσιγάρα

Ο Ρένος Χαραλαμπίδης γίνεται συλλέκτης στιγμών…
“…Θα ‘θελα τόσο πολύ να σ’ εντυπωσιάσω.
Η μοναδική μας νύχτα ήταν ξαφνική και σύντομη σαν μια μπόρα. Ούτε που πρόλαβα ν΄ αρχίσω, ούτε που πρόλαβα να σου πω την μοναδική μου ιδιότητα: είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό κι άγριο πράγμα του κόσμου…στιγμές.
Όταν έχω αυτό τον ξαφνικό πόθο να πετάξω και δεν έχω που να πετάξω…κρύβομαι στη συλλογή μου, γεμάτη καφέδες, μποξέρ, χορευτές…τυχαία αγγίγματα, βρισιές, τρυφερούς παρανόμους, στοές, συναντήσεις, κραυγές…σιωπές, χωρισμούς, λόγια, λόγια λόγια…
Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα θα κυλήσουν όπως θέλουν αυτά. Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι….” – Μονόλογος αρχής
Η ιστορία της απλή. Αγόρι γνωρίζει κορίτσι και περπατούν μαζί στους δρόμους της Αθήνας κουβεντιάζοντας για τα πάντα…
Θα μου πείτε και θα έχετε δίκιο, μόλις πέντε χρόνια πιο πριν ο Richard Linklater σκηνοθετεί στους δρόμους της Βιέννης την ίδια ιστορία, δημιουργώντας το αριστουργηματικό “Before Sunrise”!
Έτσι είναι! Όμως η ταινία του Χαραλαμπίδη δεν είναι μια απλή αντιγραφή! Οι διάλογοι του Richard Linklater στην ταινία είναι έξυπνοι και δοκιμιακοί, στην ταινία του Ρένου το “χιούμορ” είναι ο κύριος καταλύτης.
***Ας δούμε λίγο τι είναι το χιούμορ.
Έχω γράψει ξανά ότι το χιούμορ ζει μόνο στη “χώρα της αμφισημίας”. Αυτός που κάνει χιούμορ δεν είναι σίγουρος για τίποτε, όλα έχουν τουλάχιστον διττή σημασία. Δεν υπάρχει ηθική, νόμος, κανόνας που το χιούμορ να μην θέτει σε “αμφισβήτηση”.
Στην ταινία του Χαραλαμπίδη το χιούμορ θέτει σε αμφισβήτηση τα πάντα, κυρίως όμως τον έρωτα!
Ο ήρωάς μας δεν είναι σίγουρος για τίποτε. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή το κορίτσι (Άννα – Μαρία Παπαχαραλάμπους) θα αναρωτηθεί ότι δεν γνωρίζει πότε της μιλάει σοβαρά εκείνος και πότε όχι. Η απάντηση που θα πάρει είναι ότι ούτε ο ίδιος το γνωρίζει αυτό… Είναι σαφές ότι αυτό είναι το πρίσμα, κάτω από το οποίο πρέπει να δει κανείς την ταινία.
Θέλω να σταθώ σε τρεις σκηνές της ταινίας.
Στην μία, ο Άλκης Παναγιωτίδης καθοδηγεί τον Κώστα Τσάκωνα για να κερδίσει την καρδιά της Λίτσας. Η παρότρυνση του Παναγιωτίδη είναι να κυριαρχήσει πάνω στο θηλυκό, να της επιβληθεί με τα ζωώδη ένστικτα που διαθέτει.
“Είσαι Χομπίστας”, του λέει χαρακτηριστικά, “οφείλει να σε θυμάται”. Η σκηνή, βέβαια, καταλήγει σε παταγώδη αποτυχία, με τον Κώστα Τσάκωνα απαρηγόρητο. Μια μικρή επισήμανση ακόμα. Τότε μια τέτοια συμπεριφορά ακόμα εντελώς απενεχοποιημένα την ονομάζαμε “φλερτ”, σήμερα μάλλον θεωρείται “σεξιστική επίθεση”.
Στη δεύτερη σκηνή, σε ένα καφέ, το κορίτσι προσπαθεί να καταλάβει με τι ασχολείται ο πρωταγωνιστής μας, για να πάρει 3 απίθανες απαντήσεις:
“…
– Και με τι είπαμε ότι ασχολείσαι;
– Είμαι ληστής τραπεζών.
– Δεν μου φαίνεσαι για τόσο σκληρός τύπος.
– Και γιατί σου φαίνομαι;
– Για τίποτα…
– Κόβει το μάτι σου…
– Δεν μπορεί με κάτι θα ασχολείσαι και εσύ…
– Είμαι…ειδικός περί των γενικών….καλλιτέχνης.
– Δεν το πιστεύω…ξέρεις ο….είναι ο Λαέρτης Βαρκάδος.
– Ποιός;
– O Λαέρτης Βαρκάδος! Ο συγγραφέας!
– Δεν θέλω να χαθεί ο ενθουσιασμός σου για τον Λαέρτη, αλλά δεν τον έχω ακούσει ποτέ…
– Ξέρεις τώρα κυκλοφορεί η 4η έκδοση του τελευταίου του βιβλίου…
– Συγχαρητήρια.
– Ευχαριστούμε, …και εσύ;
– Εγώ αυτήν την εποχή γράφω τίτλους από βιβλία που κάποτε θα γράψω…”
Στην τρίτη σκηνή, το ζευγάρι καταλήγει ξημερώματα σε ένα παρακμιακό καφέ, που όμως έχει απίστευτη θέα όλη την Αθήνα.
Εκεί ακούγεται από ένα παλιό ραδιοφωνάκι το εκπληκτικό τραγούδι “Λευκό μου γιασεμί (Με τα μάτια κλειστά)” του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, που ερμηνεύει πραγματικά υπέροχα η Έλλη Πασπαλά.
Ο Χαραλαμπίδης, αρνούμενος να ενδώσει στον προφανή ρομαντισμό της στιγμής, ζητά από τον υπάλληλο, που κάνει βάρδια, να αλλάξει “την μαλακία αυτή”…
Εκείνη, όμως, είναι αποφασισμένη να το ζήσει. Είναι η στιγμή που γεννιέται ο
έρωτας!
Του ζητάει να σταματήσει να μιλάει και να της κλείσει τα μάτια, κρατώντας και εκείνη με τη σειρά της τα δικά του μάτια κλειστά.
Εξάλλου ο έρωτας είναι τυφλός, έτσι δεν λένε;
Η μουσική δυναμώνει και το ζευγάρι ξεκινάει ένα ταξίδι στη χώρα του έρωτα, σε μια χώρα που κανείς δεν πάει μόνος, απαιτείται σύντροφος.
Η επόμενη σκηνή είναι φαινομενικά ασύνδετη.
Ένας τύπος συνδέει τον Mοχάμεντ Άλι με τον χορό.
“He wasn’t a boxer man, he was a dancer”
Η σκηνή τελειώνει με τον “τύπο” να προκαλεί επίμονα τον αντίπαλό του σε χορό και μετά από λίγο να καταρρέει και τον Ρένο Χαραλαμπίδη να χορεύει κάνοντας κινήσεις του μποξ!
Ο χορός και ο έρωτας… Όταν θα αισθανθείς πραγματικά ερωτευμένος θα θέλεις να χορέψεις! Μπορεί να το θεωρήσει κανείς αυτό σαν ένα αναγνωριστικό του έρωτα.
Ξημερώνει και το ζευγάρι θα χωρίσει, όμως δεν έχουν δώσει ούτε ένα φιλί! Το κορίτσι ζητάει να την φιλήσει, εκείνος όμως δεν θα το κάνει, όχι γιατί δεν είναι ερωτευμένος ή γιατί δεν θέλει, αλλά για να μην το “χαλάσει”.
Ξέρει ότι το ανεκπλήρωτο θα την τραβήξει και πάλι κοντά του.
Η ταινία θα κλείσει με τη μοναδική σκηνή, στην οποία ο έρωτας κυριαρχεί πάνω στο χιούμορ και την αβεβαιότητα… Σε ένα λεωφορείο γεμάτο χρυσόψαρα και πουλιά, τελικά θα της δώσει ένα φιλί.
Θα κλείσω το κείμενό μου αυτό, με την ιστορία της γνωριμίας μου με την ταινία.
Γράφω το μυθιστόρημά μου “Και στο ρεφρέν θα μπω ξανά” και ψάχνω οτιδήποτε υπάρχει στην ελληνική τέχνη, που να έχει έμμεση ή άμεση αναφορά στα μπουζούκια.
Ένας φίλος αναφέρει την ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη. Δεν την έχω καν ακουστά…
Έχω ήδη δει το “Αυτή η Νύχτα Μένει” του Νίκου Παναγιωτόπουλου και το “Όλα είναι δρόμος” του Παντελή Βούλγαρη, μεγάλες ταινίες, οι οποίες, όμως, περιλαμβάνουν παρακμιακά σκυλάδικα επαρχίας και όχι “μπουζουξίδικα” που έψαχνα εγώ.
Επίσης και οι δυο σκηνοθέτες έχουν τη ματιά του δημιουργού που κάνει κριτική σε μια κοινωνική κατάσταση, που, ειδικά την εποχή που γυρίστηκαν οι ταινίες, ήταν σε έξαρση.
Εγώ ήθελα να έχω την αντικειμενική ματιά ενός ανθρώπου που τα αγάπησε, χωρίς να τα έχει ωραιοποιήσει, αλλά και χωρίς να τα κρίνει.
Είναι, λοιπόν, λίγο μετά τις πέντε το πρωί. Ανοίγω το youtube και βάζω την ταινία να παίζει. Έχω βγάλει, όμως, τους φακούς μου και έχω κλειστά τα μάτια, στην ουσία έχω βάλει να την ακούω μην πιστεύοντας και πολύ ότι αξίζει να ασχοληθώ.
Ακούω τον πρώτο διάλογο στο καρτοτηλέφωνο και μετά τον Ρένο Χαραλαμπίδη να λέει την ατάκα που νόμιζα ότι είχα εφεύρει εγώ.
“Γεννήθηκα έτοιμος”.
Αυτό συνήθιζα σαν ατάκα να το λέω και εγώ! Δεν θυμάμαι πότε το είχα πει για πρώτη φορά, όμως η δική μου ατάκα ήταν “άλλοι θέλουν χρόνο να ετοιμαστούν, εγώ γεννήθηκα έτοιμος”.
Σηκώνομαι, βρίσκω τα γυαλιά μου και βλέπω την ταινία πάλι από την αρχή!
Όταν τέλειωσε, έξω είχε ξημερώσει και εγώ ήξερα ότι μόλις είχα δει μια μεγάλη ταινία.
Αυτό που έψαχνα δεν το είχε, καμία αναφορά στα μπουζούκια που θα μπορούσε λογικά να μου είναι χρήσιμη.
Ένα μήνα μετά έχω τελειώσει το “ρεφρέν” και μου λείπει μόνο η σκηνή που γνωρίζονται ο δικός μου ήρωας και η “βασίλισσά” του.
Πάλι σχεδόν ξημερώματα έγραψα την παρακάτω σκηνή, που αντιγράφω τώρα από το “ρεφρέν”:
“…Την ημέρα που γύρισα από την Πράγα στην Πάτρα, εντελώς τυχαία είχε παρουσίαση δίσκου και η μελλοντική μου “Βασίλισσα”.
Δώσαμε ραντεβού σε ένα καφέ για να μιλήσουμε για την ιστοσελίδα της και μείναμε επτά ώρες να συζητάμε για ό,τι μπορείς να φανταστείς εκτός από την ιστοσελίδα της.
Θυμάμαι εκείνη να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις:
– Τι ζώδιο είσαι;
– Ταύρος, αλλά άμα δεν σου αρέσει το αλλάζω!
– Σταθερός, επίμονος.
– Εμένα περιγράφεις σίγουρα;
– Αγαπημένη ταινία;
– Το Μάτριξ!
– Δεν μ΄ αρέσουν τα επιστημονικής φαντασίας.
– Μπορώ να την αλλάξω;
– Ναι αμέ!
– Καζαμπλάνκα!
– Ωραία ερωτική ιστορία!
– Όχι ακριβώς!
– Πες μου ένα όνειρό σου;
– Να φέρω μια πέτρα απ’ τη σελήνη!
– Καπνίζεις;
– Όχι! Εσύ;
– Εγώ μόνο φ τ η ν ά τ σ ι γ ά ρ α! Πες μου μια ιστορία…
– Τι ιστορία θες να ακούσεις;
– Εεε, μια ιστορία αγάπης.
– Όλες οι ιστορίες αγάπης είναι ίδιες.
Μέρος πρώτο: Είσαι για μένα το πάν.
Μέρος δεύτερο: Γίνε για μένα το πάν.
Μέρος τρίτο: Πάλι εσύ είσαι;
– Πολύ σύντομη ιστορία αγάπης. Είσαι κυνικός;
– Μπα! Προσπαθώ να σε εντυπωσιάσω!…”
Η ταινία προβλήθηκε τη σεζόν 2000-2001 και έκοψε 25.000 εισιτήρια πανελλαδικά. Σήμερα, περίπου 15 χρόνια μετά, κερδίζει όλο και περισσότερο θέση εκεί που δικαιωματικά ανήκει, στις μεγάλες κινηματογραφικές ταινίες.