Άντζελα Δημητρίου, η κορδελιάστρα που έγινε η “Λαίδη” του Ελληνικού τραγουδιού

Ποια θυσία χρειάστηκε για να βάλει φωτιά στα Σαββατόβραδα;
Γεννήθηκε στο Περιστέρι Αττικής στις 18 Αυγούστου του 1954, και το πραγματικό της όνομα είναι Αγγελική Κιουρτσάκη.
Η οικογένειά της είναι πολύ φτωχή και η μικρή Αγγελική, αφού τελειώσει το δημοτικό σχολείο, θα διακόψει την εκπαίδευσή της και θα πιάσει δουλειά σαν κορδελιάστρα στο εργοστάσιο Πεταλούδα.
Σύντομα όμως θα ξεκινήσει να τραγουδά.
Το 1972 αλλάζει το όνομά της σε Άντζελα Δημητρίου και ένα χρόνο μετά θα τραγουδά στο νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως, “Νεράιδα” την βραδιά που ο Νίκος Κοεμτζής για μια “Παραγγελιά” έσφαξε 3 ανθρώπους και έστειλε άλλους 10 με τραύματα στο νοσοκομείο.
Η ίδια έχει περιγράψει την εμπειρία της αυτή, με τον παρακάτω τρόπο:
“… Τραγουδούσαμε μαζί με τους Γιώργο Μπουλουγουρά, Γιώργο Χατζηαντωνίου και Τάκη Αθανασιάδη. Ο τελευταίος τραγούδαγε, θυμάμαι, τις “Βεργούλες”.
Ένας πελάτης κοίταξε τη γυναίκα του Κοεμτζή. Πήρε το μαχαίρι από την κουζίνα. Έκοψε το αυτί του μετρ και ξεκοίλιασε τον άλλο. Εγώ ήμουν πιτσιρίκι. Χώθηκα πίσω από τα ντραμς. Έζησα όλο αυτόν τον τρόμο. Φοβήθηκα πάρα πολύ. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ…”
Το 1980 η τρίτη της δισκογραφική απόπειρα θα γίνει χρυσός δίσκος.
Το τραγούδι που όμως θα απογειώσει την καριέρα της και θα την αναδείξει σε κορυφαία λαϊκή φωνή είναι το “Ποια θυσία”.
Ας θυμηθούμε και πάλι τους στίχους:
“…Όταν η νύχτα προχωρά, σε συλλογίζομαι.
Μόλις εσένανε σκεφτώ παραλογίζομαι.
Και θέλω νά ’ρθω να σ’ αρπάξω από την άλλη
να την ρωτήσω με τα μάτια δακρυσμένα
με ποιο δικαίωμα σε πήρε από μένα
και ποια θυσία, ποια θυσία έχει κάνει αυτή για σένα…”
Όσο απίστευτο και αν φαίνεται ο παραπάνω στίχος αρχικά είχε σαν πηγή έμπνευσης μια προσωπική ιστορία της Άντζελας με τον γιο της.
Η ίδια έχει δηλώσει:
“…Tο γράψαμε μαζί με τον Μάνο Κουφιανάκη και τον Χάρη Καλούδη μέσα στο σπίτι του Χάρη στις 7 το πρωί, πίνοντας πάρα πολύ κρασί.
Εγώ αφηγούμουν την ιστορία μου και ότι ήθελα να είχα τον γιο μου κοντά μου και γράφτηκε αυτό το τραγούδι.
Όλοι στην αρχή πιστεύανε ότι είναι κομμάτι ερωτικό, αλλά το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο για τον γιο μου.
Για τον γιο μου τον Βαγγέλη, που έπρεπε να ρωτήσω αυτή την γυναίκα με ποιο δικαίωμα παίρνεις το δικό μου το παιδί, ενώ εγώ το είχα 9 μήνες στην κοιλιά μου και έρχεσαι εσύ ξαφνικά και μου το παίρνεις…”
Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1985 έγινε πλατινένιος και πούλησε 90.000 αντίτυπα.
Ακολουθούν πολλές επιτυχίες μέχρι και το 1988, είναι η χρονιά που η Άντζελα Δημητρίου θα τραγουδήσει τον ύμνο των χωρισμένων που έμειναν μόνοι και πονούν:
“…Ήτανε Σαββατόβραδο
που μου ‘πες το αντίο
κι έμεινα μες στ’ απόβραδο σαν βουλιαγμένο πλοίο.
Σαββάτο με παράτησες
κι ούτε ρωτάς τι κάνω.
Σάββατο όταν έρχεται νιώθω πως θα πεθάνω.
Φωτιά στα Σαββατόβραδα να μην ξαναγυρίσουν,
αυτοί που μείναν μοναχοί να μην ξαναδακρύσουν…”
Το συγκεκριμένο τραγούδι δεν λείπει από κανένα λαϊκό πρόγραμμα και αποτελεί την διαχρονική επιλογή του πανηγυρισμού για την χαμένη καψούρα.
Οι ζημιές που έχει προκαλέσει αμέτρητες και τα λουλούδια που έχουν πεταχτεί εξαιτίας του, μερικά εκατομμύρια!
Η δεκαετία του 90′ θα αποδειχτεί τελικά για την Άντζελα Δημητρίου η καλύτερη στην καριέρα της, μιας και με τους δίσκους που θα κυκλοφορήσει, θα καθιερωθεί ως το μεγαλύτερο λαϊκό όνομα στην Ελλάδα, αλλά θα κάνει ακόμα και διεθνή καριέρα!
Συνολικά η Άντζελα Δημητρίου θα καταφέρει να πουλήσει πάνω από 4.000.000 δίσκους στο εξωτερικό, ενώ στην Ελλάδα και Κύπρο οι πωλήσεις δίσκων θα ξεπεράσουν τις 1.600.000.
Στην προσωπική της ζωή θα αντιμετωπίσει κάποια στιγμή έναν εθισμό με τον τζόγο, ενώ θα την σημαδέψουν οι σχέσεις που έκανε με τους Λευτέρη Πανταζή, Στηβ Κακέτση και Γιώργο Τρούπη.
Θέλω να κλείσω το κείμενό μου, με ένα αγαπημένο μου τραγούδι.
Ας γυρίσουμε άλλη μια φορά στη δεκαετία του 90 και πιο συγκεκριμένα στο 1996 στο δίσκο “Μη μας αγαπάς”, εκεί υπάρχει και το τραγούδι “ Έχτιζα Παλάτια”.
“…Άνοιξη και δυο πετροχελίδονα
στα χείλη τα φιλήδονα
να χτίζουνε φωλιά,
Άνοιξη, μες στη ζωή μου έφερες
μα όλα αυτά που έλεγες
ήταν απατηλά.
Έχτιζα παλάτια, με νερό και άμμο
έπιασ’ η βροχή και τα `ριξε όλα χάμω
κι έχτιζα παλάτια, πλάι σου, μα κρίμα
φύσηξ’ ο Βοριάς και τα `πνιξε το κύμα…”
Δικό σας!