Αλέξης Ζορμπάς, ο ήρωας που συνέδεσε το όνομά του με το πιο πολυδιαβασμένο Ελληνικό μυθιστόρημα, με μια από τις πιο πετυχημένες Ελληνικές ταινίες όλων των εποχών και φυσικά με την πιο αναγνωρισμένη μουσική του πλανήτη.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
***Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (μυθιστόρημα)
Ζούμε μονάχα μια φορά, ο χρόνος μας πάνω στη γη… μια αστραπή…
Σε ένα φανταστικό ισοζύγιο είναι δύσκολη η διαχείριση του χρόνου. Ένας συγγραφέας πάντα θα αναρωτιέται αν χάνει την “πραγματική ζωή” κρυμμένος πίσω από τις σημειώσεις του, τα γραπτά του και τα βιβλία που διαβάζει.
Αντιγράφω από τον Καζαντζάκη:
“…Εσύ ακούς τα βιβλία, μα για βάλε στο νου σου ποιοι τα γράφουν! Πφ! Δάσκαλοι! Και τι καταλαβαίνουν οι δάσκαλοι από γυναίκες; Τον κακό τους τον καιρό!
– Γιατί δεν γράφεις η αφεντιά σου, Ζορμπά, να μας ξηγήσεις όλα τα μυστήρια του κόσμου;
– Γιατί; γιατί μαθές εγώ τα όλα τα μυστήρια που λες και δεν έχω καιρό. Πότε ο κόσμος, πότε η γυναίκα, πότε το κρασί, πότε το σαντούρι, και δεν έχω καιρό να πιάσω την παπαρδέλα αυτή, την πένα. Και έτσι ο κόσμος έπεσε στους καλαμαράδες. Όσοι ζουν τα μυστήρια δεν έχουν καιρό και όσοι έχουν καιρό, δε ζουν τα μυστήρια. Κατάλαβες;…”
“…Δεν μιλούσα. Ήξερα πως ο Ζορμπάς είχε δίκιο, το ‘ξερα, μα δεν τολμούσα. Είχε πάρει στραβό δρόμο η ζωή μου, είχα καταντήσει εσωτερικό μονόλογο την επαφή μου με τους ανθρώπους. Είχα τόσο ξεπέσει, που αν ήταν να διαλέξω: να ερωτευτώ μια γυναίκα ή να διαβάσω ένα καλό βιβλίο για τον έρωτα, θα διάλεγα το βιβλίο…”
Ο Καζαντζάκης με τον Ζορμπά επιχειρεί να δημιουργήσει ένα Alter Ego που θα διαχειριζόταν την ζωή αλλιώς αν θα είχε μια δεύτερη ευκαιρία!
Οι διάλογοι που έχουν οι δύο ήρωες στο μυθιστόρημα φωτίζουν δυο διαφορετικούς δρόμους που και οι δυο μοιάζουν σωστοί.
“…Να ενεργείς σα να μην υπάρχει θάνατος και να ενεργείς έχοντας στο νου σου κάθε στιγμή το θάνατο…”
Μια αστραπή η ζωή αλλά προλαβαίνεις…προλαβαίνεις όμως μόνο αν διαλέξεις στρατόπεδο και αφοσιωθείς σε αυτό πληρώνοντας ταυτόχρονα το τίμημα να αναρωτιέσαι για αυτά που δεν θα γνωρίσεις.
Με αφορμή αυτή την φαινομενικά αταίριαστη φιλία ανάμεσα σε έναν άνθρωπο της δράσης και έναν διανοούμενο ο Καζαντζάκης βρίσκει το κατάλληλο έδαφος να αναλύσει όλα τα άλυτα μυστήρια της ζωής και να μας τα παρουσιάσει και από τις δύο πλευρές!
Ο θεός, ο θάνατος, η αθανασία, η ψυχή, η αποστολή του ανθρώπου στη γη, το νόημα της ζωής και η γυναίκα απασχολούν τους δύο ήρωες σε όλο το μυθιστόρημα. Τα πιο ωραία όμως κείμενα του βιβλίου είναι όταν ο συγγραφέας βρίσκει τον τρόπο και παρεμβάλει παραμύθια στις αφηγήσεις του.
Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1946 και από τότε μετρά πάνω από 1000 διαφορετικές εκδόσεις, έχοντας μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Το 1954, στη Γαλλία, βραβεύεται ως το καλύτερο ξένο βιβλίο, ενώ έχει συμπεριληφθεί στα 100 σπουδαιότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών.
“…— Εγώ θέλω να μου πεις από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές· θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί· τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε· αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μιαν απόκριση!
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; Ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
— Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
— Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας· τ’ άλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα· τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει· το γευόμαστε, τρώγεται· το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
»Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου· από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρό που κάνουν τ’ άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει…
Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
— Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
— … αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: «Θεός»· άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα· βασανίζουνταν να καταλάβει.
— Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!…”
***Zorba the Greek (Η ταινία 1964)
Η ταινία στην οποία ο Μιχάλης Κακογιάννης εκτός από την σκηνοθεσία, υπογράφει και το διασκευασμένο σενάριο και την παραγωγή θα κυκλοφορήσει σχεδόν 20 χρόνια μετά το βιβλίο και ενώ ο Ζορμπάς είναι ήδη παγκόσμια εκδοτική επιτυχία.
Τον ρόλο του Ζορμπά θα αναλάβει ο Anthony Quinn και η αλήθεια είναι ότι όσο και να προσπαθώ δεν μπορώ να φανταστώ τον Αλέξη Ζορμπά αλλιώς. Είναι τόσο καθηλωτικός ο Quinn στην ταινία αυτή που ο ρόλος θα τον στιγματίσει για πάντα!
Ιδιαίτερη αναφορά στην ταινία αξίζουν η Lila Kedrova που υποδύθηκε την Μαντάμ Ορτάνς και κέρδισε Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της, αλλά και στον Σωτήρη Μουστάκα που ενσαρκώνει τέλεια τον ρόλο του τρελού του χωριού και στην Ειρήνη Παπά που παίζει την χήρα του χωριού που όλοι οι άντρες ποθούν και στο τέλος η ομορφιά της θα την καταδικάσει.
Σχετικά Κείμενα
Η ταινία θα κερδίσει και 3 Όσκαρ ανάμεσα σε αυτά και αυτό του Βασίλη Φωτόπουλου για την καλλιτεχνική διεύθυνση, ενώ τόσο ο Quinn όσο και ο Κακογιάννης αν και υποψήφιοι δεν θα καταφέρουν να βραβευτούν. Το πιο αξιοπερίεργο από όλα, είναι ότι η μουσική της ταινίας δεν ήταν καν υποψήφια για Όσκαρ!
Η ταινία κλείνει με τον συγγραφέα να ζητάει από τον Ζορμπά να τον μάθει να χορεύει. Ο Κακογιάννης σε συνέντευξη του, όταν αναφέρθηκε στην περίφημη αυτή σκηνή του χορού είχε δηλώσει πως στάθηκε η αιτία να τσακωθούν άσχημα με τον Quinn ο οποίος δεν μπορούσε να μάθει τα βήματα και στα μακρινά πλάνα τελικά τον “ντουμπλάρει” ο ηθοποιός Τάκης Εμμανουήλ! Μια παραδοξότητα που γεννήθηκε μετά την τεράστια επιτυχία της ταινίας, ήταν το γεγονός, πως όπου και να πήγαινε ο Quinn του ζητούσαν να χορέψει συρτάκι, όπως στην ταινία!
***Βίος και πολιτεία της πιο γνωστής μελωδίας του κόσμου
Ο χορός σε όλο το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη αλλά και στην ταινία του Κακογιάννη έχει σημαντικό ρόλο.
Ο χορός του Ζορμπά δεν είναι ένας ακόμα χορός, ενώνει το σώμα με την ψυχή και εκφράζει την κραυγή του ανθρώπου που αντιστέκεται απέναντι στην μοίρα του και στον θάνατο με γενναιότητα.
“…Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!…”
Είναι η παράλογη αυτή αντίσταση απέναντι στο προκαθορισμένο που δεν μπορεί να νικηθεί, που τελικά τον μετατρέπει σε χορό της ζωής!
Το πόσο αριστουργηματικά κατάφερε ο Θεοδωράκης να συλλάβει την πεμπτουσία του “Ζορμπά” φαίνεται από το γεγονός ότι η μελωδία αυτή όπου και να παιχτεί συνοδεύεται σχεδόν πάντα από επιφωνήματα όπως “όπα”, “γεια σου” και κυρίως από την αυθόρμητη συμμετοχή του κόσμου που είτε θέλει να χτυπήσει παλαμάκια είτε θέλει να σηκωθεί να χορέψει γιατί απλά δεν αντέχει να μην το κάνει!
Από την συγκεκριμένη μουσική σύνθεση δημιουργήθηκε και ο χορός συρτάκι, ο οποίος αντίθετα με ότι μπορεί να πιστεύεται δεν είναι κάποιος παλιός Ελληνικός παραδοσιακός χορός, αλλά χορογραφήθηκε από τον Γιώργο Προβιά για τις ανάγκες της ταινίας!
Το όνομα συρτάκι προέρχεται από την λέξη συρτός, ένα κοινό όνομα για μια ομάδα παραδοσιακών ελληνικών χορών στους οποίους οι χορευτές “σέρνουν” τα πόδια τους σε αντιδιαστολή με τους πηδηχτούς χορούς.
Λέγεται ότι κάποιος Γάλλος δημοσιογράφος ρώτησε τον Κακογιάννη, πως λέγεται ο χορός με τον οποίο κλείνει η ταινία και εκείνος απάντησε “συρτός”, για να αναφωνήσει χαρούμενα εκείνος “συρτάκι” και να καθιερωθεί παγκοσμίως!
Ο δικός μου Καζαντζάκης!
Θέλοντας να γράψω ένα κείμενο για τον Ζορμπά που από μια συγκυρία της τύχης συνέδεσε το όνομά του με τρία πολύ μεγάλα Ελληνικά έργα τέχνης (ένα μυθιστόρημα, μια ταινία και μια μουσική σύνθεση) διάβασα και πάλι το βιβλίο του Καζαντζάκη που στα εφηβικά μου χρόνια υπήρξε το πρώτο μου λογοτεχνικό πρότυπο!
Θυμάμαι τότε που κάθε του λέξη την προσέγγιζα με δέος, σε κάθε σελίδα που ξεφύλλιζα είχα την ελπίδα ότι θα ανακαλύψω την μεγάλη αλήθεια.
Τα χρόνια πέρασαν άλλοι συγγραφείς ανέβηκαν στο βάθρο που είχα φτιάξει για τον Καζαντζάκη και εκείνος μέσα μου πήρε την θέση του ξεπεσμένου θεού. Τα κείμενά του μου φαίνονταν όλο συναίσθημα και υπερβολικά!
Σαν έφηβος που ήθελα να αλλάξω τον κόσμο, που η γη δεν με χωρούσε τα γραπτά του Καζαντζάκη ήταν το Ευαγγέλιο μου, όταν μεγάλωσα που περιορίστηκα στην φιλοδοξία να κατανοήσω τον κόσμο μου φάνηκαν υπερβολικά!
Σήμερα καταλαβαίνω ότι είχα αλλάξει εγώ και ο τρόπος που τα διάβαζα. Ο Καζαντζάκης αξίζει να κριθεί από τις προθέσεις που είχε και την φιλοδοξία του να αλλάξει τον κόσμο. Και είναι κυρίως αυτό το κομμάτι που λείπει από την τέχνη σήμερα, σε μια εποχή που η παγκόσμια κοινότητα είναι πιο συνδεδεμένη από ποτέ οι άνθρωποι της τέχνης, εγκλωβισμένοι σε εσωτερικές ανησυχίες, φαίνονται λιγότερα φιλόδοξοι από ποτέ.
“…Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου· πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς
ζωγράφιζε ακόμα.
Έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:
– Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου· δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά.
Ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
– Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να ‘βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
– Παππού, φώναξα τώρα πια δυνατά, δώσ’ μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι όλομεμιας, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
– Φτάσε όπου δεν μπορείς!…”