“…Σήμερα οι έρωτες μας πεθαίνουν από κορεσμό πριν ακόμα προλάβουν να γνωρίσουν την πείνα. Γι΄ αυτό και οι εραστές είναι τόσο θλιβεροί: ξέρουν πως ο μόνος εχθρός τους είναι ο εαυτός τους, πως αυτοί οι ίδιοι είναι ταυτόχρονα η πηγή και το στέρεμα της ένωσης τους…”
Η ιστορία μας ξεκινά με μια τυχαία συνάντηση μέσα σε ένα λεωφορείο, εκεί ο Φρανς κοντά στα 30, ιατρός, από καλή οικογένεια θα γνωρίσει την Ρεβέκκα κοντά στα 18, κομμώτρια από εργατική οικογένεια.
Ο έρωτας που θα ζήσουν από την αρχή θα είναι παράφορος, θυελλώδης και απόλυτος. Για μήνες θα υπάρχουν κυριολεκτικά μόνο ο ένας για τον άλλον.
“…Να ερωτευτώ κάποιον σημαίνει να του δώσω, με τη θέλησή μου, μιαν απεριόριστη εξουσία πάνω μου…”
Και μια τέτοια εξουσία φαίνεται ότι από την αρχή είχαν δώσει οι δυο εραστές ο ένας στον άλλον!
Αυτή η απόλυτη προσπάθεια κατάκτησης του ενός από τον άλλον θα είναι και ο κυριότερος λόγος που σύντομα το ζευγάρι θα περάσει το όριο των συμβατικών ερωτικών επαφών και θα οδηγηθεί στον ερωτικό πειραματισμό, σε παρεκκλίσεις και διαστροφές.
“…Μην ξεχνάτε ωστόσο πως δεν αγαπάει κανείς τίποτα αν δεν αγαπάει τα πάντα…”
Τα ακραία ερωτικά παιγνίδια μπορεί να κράτησαν την φλόγα του έρωτα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι κρατάει συνήθως, όμως και αυτά με την πάροδο του χρόνου κατάντησαν συμβατικά και συνηθισμένα.
Την απογοήτευση για το τέλος του έρωτα, διαδέχτηκε ο θυμός.
“…Ο υπερβολικός θυμός κρύβει μέσα του το μίσος, είναι σαν να γκρεμίζεις από πριν αυτόν που έστησες στο βάθρο: ύστερα από ερωτική παραφορά έξι μηνών, βρισκόμαστε ξανά ξένοι ο ένας για τον άλλον, πιστεύοντας πως γνωριζόμαστε και μην έχοντας τίποτε να πούμε…”
Ο Φρανς και η Ρεβέκκα θα ξεκινήσουν να μαλώνουν άσχημα. Η ρόλοι που είχαν υιοθετήσει στα σεξουαλικά τους παιγνίδια είχαν έντονα τα στοιχεία της βίας, της εξουσίας και της υποταγής. Στοιχεία που κράτησαν στη συνέχεια της σχέσης τους, ακόμα και όταν ξεθύμανε το ερωτικό τους παιγνίδι.
Σε αυτή τη μάχη τους λοιπόν, το πλεονέκτημα άνηκε στον Φρανς που δεν έχανε ευκαιρία να προσβάλλει να μειώνει ακόμα και να χτυπά την νεαρή και άπειρη σύντροφό του.
“…Είχα το πλεονέκτημα απέναντι στη Ρεβέκκα να είμαι εγώ ο επιτιθέμενος. Αμυνόταν γενναία, μα αυτός που δεν παίρνει την πρωτοβουλία είναι καταδικασμένος να υποχωρήσει στο τέλος…”
Όμως ακόμα και αυτό το παιγνίδι εξουσίας και υποταγής δεν μπόρεσε να κρατήσει το ζευγάρι μαζί. Γρήγορα ο Φρανς το βαρέθηκε και αυτό και άρχισε να αναζητά απολαύσεις σε άλλες γυναίκες.
Το ζευγάρι θα χωρίσει προσωρινά αλλά η Ρεβέκκα νιώθει ότι η ζωή χωρίς τον Φρανς είναι άδεια! Θα γυρίσει και τον ικετεύει να την κρατήσει στη ζωή του και ας είναι ακόμα και από οίκτο!
“…- Μα πες μου, τι σου έκανα, σε πρόσβαλα σε πλήγωσα;
– Τι μου έκανες; Τίποτα. Το φταίξιμό σου είναι πως υπάρχεις, αυτό είναι όλο…”
Ο Φρανς θα την δεχτεί πίσω, αλλά από εκείνη τη στιγμή και μετά θα επικεντρώσει όλη την ενέργειά του στο να την πληγώνει με κάθε τρόπο.
Εκείνη θα αντιδρά όλο και λιγότερο, όμως θα εμφανίζει όλο και πιο συχνά ψυχοσωματικά συμπτώματα, θα αρρωσταίνει συχνά, θα βγάζει σπυριά και στο τέλος θα σταματήσει και να είναι όμορφη!
Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, ακόμα και αυτή η κατάσταση, θα γίνει ρουτίνα για τους δύο εραστές, που είχαν προσαρμοστεί και οι δυο τέλεια στους ρόλους τους.
Όμως αυτή η νέα ρουτίνα δεν θα προξενεί πια καμία ευχαρίστηση στον Φρανς που αποφασίζει να βγάλει την Ρεβέκκα οριστικά από την ζωή του.
Της υπόσχεται να πάνε μαζί ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι που ίσως κατάφερνε να σώσει την σχέση τους! Εκείνη θα πεισθεί και με αναπτερωμένες ελπίδες μπαίνει στο αεροπλάνο, στο οποίο όμως ο Φρανς την εγκαταλείπει μόνη, λίγο πριν την απογείωση του!
Σχετικά Κείμενα
Ο Φρανς πιστεύοντας ότι πια έχει απαλλαγεί οριστικά από την Ρεβέκκα, θα στραφεί στην έκλυτη ζωή και στις σχέσεις τις μιας βραδιάς με μανία εφήβου.
“…Η πραγματική ομορφιά είναι μια απόλαυση της πολλαπλότητας, βρίσκεται στην ποικιλία των μορφών, στις εναλλαγές των προτύπων. Οι πιο όμορφες γυναίκες είναι αυτές που δεν γνωρίζουμε ακόμα…”
Σε μια βραδιά εξόδου ο Φρανς θα πάθει ένα ατύχημα και θα βρεθεί με κάταγμα στο νοσοκομείο. Εκεί θα κάνει την απρόσμενη εμφάνισή της η Ρεβέκκα που εσκεμμένα θα του προκαλέσει νέο τραυματισμό στην σπονδυλική στήλη και εκείνος θα μείνει ανάπηρος από την μέση και κάτω και σεξουαλικά ανίκανος!
Οριστικά ανήμπορος ο Φρανς αναγκάζεται να δεχτεί πίσω στην ζωή του την Ρεβέκκα και εκείνη καθημερινά θα επιδίδεται με σχολαστικότητα στο να τον εκδικείται με κάθε πιθανό τρόπο.
Θα φέρνει εραστές στο σπίτι και θα τον αναγκάζει να κοιτάει, θα του βαράει τις ενέσεις πολλές φορές και σε λάθος σημείο, θα τον αφήνει κατουρημένο επί ώρες και σαν αποκορύφωμα μπροστά στα μάτια του θα αποπλανήσει και τον έφηβο γιο του!
Ο Φρανς ανήμπορος και απόλυτα εξαρτημένος από την Ρεβέκκα θα προσπαθεί καθημερινά να κερδίσει έστω τον οίκτο της.
“… -Κοίταξέ με, μισώ τον εαυτό μου όπως κανείς δεν με μίσησε ποτέ.
– Όχι, μ’ έκοβε, πάνω σ’ αυτό μην έχεις καμία αυταπάτη, σε μισώ χίλιες φορές περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσες να σιχαθείς τον εαυτό σου….”
Σε ένα ταξίδι που θα κάνουν, θα γνωρίσουν μέσα σε ένα πλοίο ένα άλλο ζευγάρι, τον Ντιντιέ και την Μπεατρίς.
Ανάμεσα στα ζευγάρια από την αρχή θα αναπτυχθεί μια περίεργη σχέση. Ο Ντιντιέ αισθάνεται έντονη ερωτική έλξη για την Ρεβέκκα και ο Φρανς θα του αφηγηθεί όλη την ερωτική ιστορία τους, προβάλλοντας σαν έπαθλο στο τέλος της αφήγησης, μια πιθανή σεξουαλική συνεύρεση με την γυναίκα του!
Ο Ντιντιέ μαθαίνοντας όλες τις ερωτικές αποκλίσεις του ζευγαριού θα ποθήσει ακόμα περισσότερο την Ρεβέκκα και τυφλωμένος από το πάθος του θα επιχειρήσει την τελευταία βραδιά πάνω στο πλοίο να την κατακτήσει!
Σε μια ακόμα ανατροπή, οι δυο γυναίκες θα κάνουν μαζί έρωτα και ο Ντιντιέ θα καταλήξει μεθυσμένος και μόνος στην καμπίνα του.
Το επόμενο πρωινό ο Φρανς θα προκαλέσει ατύχημα στην υπνωτισμένη γυναίκα του και θα της χύσει καυτό τσάι στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα εκείνη όχι μόνο να παραμορφωθεί αλλά και να χάσει το ένα της μάτι!
Για το ατύχημα αυτό ο Φρανς καταφέρνει να ενοχοποιήσει τον θολωμένο Ντιντιέ που συλλαμβάνεται για απόπειρα ανθρωποκτονίας.
Στο τέλος του βιβλίου, το ζευγάρι μας φτάνει τελικά σε ένα είδος ισορροπίας.
“…Είμαι ανακουφισμένος: θα πάψω πια να προσβάλλω ότι υπάρχει στη γη και στον ουρανό. Έχω μάλιστα σκοπό να ξαναδουλέψω. Ύστερα από δυο χρόνια απραξίας το επάγγελμά μου με ενδιαφέρει και πάλι. Η Ρεβέκκα ίσως ανοίξει κομμωτήριο, όλοι ξαναγυρίζουμε, βλέπετε, στις ρίζες μας. Υπάρχει τώρα ανάμεσά μας το συναίσθημα μιας αναφαίρετης ισότητας…”
Η αφήγηση τελειώνει με τον Ντιντιέ να περνάει κάποιους μήνες σε μια τούρκικη φυλακή και να περιμένει την αποφυλάκισή του, αφού ο Φρανς και η Ρεβέκκα απέσυραν τελικά όλες τις κατηγορίες εναντίον του. Στη φυλακή επίσης μαθαίνει και για την γυναίκα του, ότι κατάντησε εξαρτημένη χρήστης ηρωίνης που κάνει ακόμα και πορνεία για να εξασφαλίσει την δόση της.
Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα, δεν είναι παρά η αστοχία ενός παράφορου έρωτα.
Μια αστοχία στην οποία ο έρωτας μετουσιώθηκε σε μίσος και ένας ανελέητος πόλεμος ξεκίνησε ανάμεσα στο ζευγάρι καταστρέφοντας όχι μόνο τις ζωές του ζευγαριού, αλλά και αυτών που είχαν την απερισκεψία να εμπλακούν ανάμεσά τους.
Στον πόλεμο αυτό, ανάμεσα στον Φρανς και την Ρεβέκκα, δεν θα υπάρξει νικητής, αλλά μόνο δυο ολοκληρωτικά χαμένοι! Ο Ντιντιέ και η Μπεατρίς, σ’ αυτήν την ιστορία μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν ως παράπλευρες απώλειες!
Ας γυρίσουμε όμως για να κλείσουμε το κείμενο στην αρχή του βιβλίου, όπου ο συγγραφέας μας περιγράφει την πρώτη τους συνάντηση.
Είναι η στιγμή που γεννιέται ο έρωτας:
“…Η αιωνιότητα, κύριε, άρχισε για μένα ένα βράδυ του Ιουνίου στο λεωφορείο 96 που συνδέει το
Μονπαρνάς με την Πορτ ντε Λίλα. Ήταν πριν από τέσσερα χρόνια. Στη διασταύρωση του Οντεόν μια κοπέλα, ντυμένη με μαύρη τσιγγάνικη φούστα και ψηλά άσπρα σοσόνια που σκέπαζαν τους λεπτούς της αστραγάλους, ανέβηκε και κάθισε απέναντί μου. Η παρουσία της τράβηξε αμέσως την ματιά μου. Θαμπώθηκα κυριολεκτικά από την μορφή της και την κοιτούσα μαγεμένος κρατώντας την ανάσα μου. Δεν ξέρω τι θαύμαζα περισσότερο στο πρόσωπο αυτό: τα μάγουλα που έμοιαζαν ζυμωμένα με γάλα ή τα βλέφαρα που χάιδευαν απαλά τα πράσινα μάτια εμποδίζοντας ταυτόχρονα τις αδιάκριτες ματιές. Δεν έβλεπα πια μπροστά μου ήμουν τυφλός, υπνωτισμένος και δεν ένιωθα παρά μόνο μια επιθυμία, να την πλησιάσω και ένα τρόμο, μήπως μου φύγει και την χάσω…”