Μια βραδιά στο σκυλάδικο

Μια φίλη ανάρτησε πρόσφατα στο Facebook, μια εμπειρία της, από τις διακοπές από το χωριό που είχε επισκεφθεί.
Στην ιστορία που περιέγραψε, μια ομάδα νεαρών παιδιών συζητάει που θέλουν να διασκεδάσουν.
Μετά από κάτι σαν ψηφοφορία τα παιδιά αποφασίζουν μπουζούκια με την έντεχνη επιλογή να καταλήγει δεύτερη.
Η φίλη μου είναι σχεδόν απαρηγόρητη, το κείμενο της συνεχίζεται με σχόλια για την κακή κουλτούρα του Έλληνα (κυρίως αυτού της Επαρχίας), και καταλήγει με την χαμένη και άσκοπη βραδιά που αναγκάστηκε να περάσει.
Όπως θα έχει ήδη συμπεράνει ένα έμπειρος αναγνώστης, η φίλη μου είναι νεαρής ηλικίας. Από αυτές τις κοπέλες όμως που ψάχνονται, διαβάζουν και χαρακτηρίζεις “ψαγμένες”.
Η πρώτη σκέψη που έκανα πάνω σε αυτό το περιστατικό, είναι ήδη αποτυπωμένη στην “Ψηφιακή επιπολαιότητα του έρωτα” οπότε την αντιγράφω από εκεί:
“…Έψαχνε την ταύτιση περισσότερο στο μίσος που αισθανόταν για την αντίπερα όχθη, παρά μέσα από την αγάπη γι’ αυτό που τον αντιπροσώπευε… Οι γραμμές που τράβαγε ήταν περισσότερο άρνησης παρά αποδοχής…”
Η διαμόρφωση μια ταυτότητας συχνά περνάει από αυτόν τον δρόμο. Σπάνια όμως βγάζει στο σωστό μονοπάτι.
Στην πολιτική συχνά “μισούμε” περισσότερο τους αντιπάλους παρά αγαπάμε τους δικούς μας. Πολύ συχνά δε τους περιγράφουμε σαν αναγκαίο κακό για να μην εξουσιάζει το μισητό αντίπαλο δέος.
Το ίδιο κάνουμε συχνά και στο ποδόσφαιρο, στην μουσική (όπως έκανε η φίλη στο αρχικό παράδειγμα με τους “σκυλάδες” και τους “έντεχνους”) και γενικότερο οπουδήποτε κυριαρχεί ο οπαδισμός.
Πριν προχωρήσω την παραπάνω ανάλυση, θέλω να κάνω μια δεύτερη σκέψη λίγο γενική που μπορεί στην αρχή να σου φανεί άσχετη.
Πιστεύω οτιδήποτε είναι σήμερα εμπορικό καλύπτει ένα είδους κενού και μια συγκεκριμένη ανάγκη που δεν έχει βρει καλύτερη ή άλλου είδους διέξοδο ως σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα αν “πουλάει” για παράδειγμα η “τύπου άρλεκιν λογοτεχνία” σήμερα, είναι γιατί “βρήκε” κοινό να απευθυνθεί και “κάλυψε¨ σε αυτό το κοινό, συγκεκριμένες ανάγκες
Είναι λάθος να τραβάμε γραμμές άρνησης!
Η δική μου θεώρηση είναι να προσπαθήσουμε, βάζοντας στην άκρη τον οπαδισμό μας, να κατανοήσουμε το φαινόμενο.
Το παράδοξο με τους “οπαδούς” είναι ότι μπορούν εύκολα να διακρίνουν το λάθος και το “οπαδικό στοιχείο” στον αντίπαλο, αλλά είναι ανίκανοι να το διακρίνουν στους ίδιους.
Πρόσφατα σε μια ανάρτηση που έκανα εγώ στο Facebook, προσπάθησα να δώσω μια εξήγηση, στο γιατί μας αρέσει το λαϊκό τραγούδι.
Σε κάποιο σχόλιο που δέχτηκα μια άλλη φίλη μου, ξεκίνησε να βρίζει την Θεοδωρίδου, ακόμα και για την προσωπική της ζωή!
Επαναλαμβάνω:
“…Έψαχνε την ταύτιση περισσότερο στο μίσος που αισθανόταν για την αντίπερα όχθη, παρά μέσα από την αγάπη γι’ αυτό που τον αντιπροσώπευε… Οι γραμμές που τράβαγε ήταν περισσότερο άρνησης παρά αποδοχής…”
Σήμερα είδα σχόλιο από άλλη φίλη μου στο Facebook, αυτή διέγραψε φίλο της επειδή έκανε ανάρτηση ένα ρητό του Καζαντζάκη σε greeklish.
Αυτή είναι σίγουρα, η αβάσταχτη ελαφρότητα τους Facebook, όταν δεν θα υπάρχουν πια πραγματικές μάχες να δοθούν και εμείς θα ξεκινάμε “πόλεμο” για μια βραδιά στα μπουζούκια ή ένα ρητό του Καζαντζάκη σε greeklish.
Μου έχει συμβεί να περάσω βραδιές σε μπουζουξίδικα παρέα με “έντεχνους τραγουδοποιούς” και να διασκεδάζουν χωρίς καμία προκατάληψη.
Ένας “δημιουργός” δεν τραβάει γραμμές άρνησης…όχι…είναι οι οπαδοί του που θα τον ερμηνέψουν μάλλον λάθος και θα χρειαστεί να προσδιοριστούν οι ίδιοι κυρίως μέσα από αυτό.
Θα κλείσω με μια πολύ προσωπική ανάμνηση.
Πριν πολλά χρόνια έχω βρεθεί στο ίδιο τραπέζι, σε μπουζουξίδικο, με έναν πολύ μεγάλο λαϊκό ερμηνευτή, που αφού τελείωσε το πρόγραμμά του βρέθηκε για λίγο στην παρέα μας.
Χωρίς να γνωριζόμαστε με ρώτησε αν μου άρεσε αυτό που είχα ακούσει.
Εγώ με θράσος, κυρίως λόγο ανασφάλειας, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία στην αφήγησή μου, του απαντάω, ότι πιστεύω ότι δεν ήταν καλός και ότι έκανε πολλά λάθη.
Ο “μύθος” χωρίς καμία ανασφάλεια και χωρίς κανένα κόμπλεξ, με ρώτησε χωρίς ένταση γιατί το πιστεύω αυτό και τι θεωρώ ότι έκανε λάθος και τι θα τον συμβούλευα να κάνει καλύτερα!
Πολλά χρόνια μετά μια πολύ όμορφη, όμως πραγματικά άφωνη τραγουδίστρια με ρώτησε ξανά το ίδιο, αν μου άρεσε αυτό που είχα ακούσει.
Η απάντηση που έδωσα σχεδόν παρόμοια.
Εκείνη μόλις τέλειωσα την κουβέντα μου σηκώθηκε επιδεικτικά από το τραπέζι μου και δεν μου μίλησε πάλι ποτέ!
Δυο διαφορετικές συμπεριφορές.
Και όμως πόσο δικαιολογούν την υστεροφημία τους ενός και την ασημαντότητας της άλλης.
Η κατανόηση είναι το κλειδί σε αυτά που αισθανόμαστε μη αλληλέγγυα ή και ξένα με μας, όχι ο οπαδικός διαχωρισμός και η άρνηση.