“…Ήθελα να φτιάξω μια ταινία που θα επέτρεπε στο κοινό να βιώσει τις απεριόριστες πραγματικότητες που μόνο στα όνειρα μπορούμε να συλλάβουμε…” – Κρίστοφερ Νόλαν
Η ταινία ξεκινά από την σκέψη ότι “…μια ιδέα είναι το πιο επικίνδυνο παράσιτο που υπάρχει…”
Ένα ίχνος της θα βρίσκεται πάντα κάπου στο μυαλό σου και από τη στιγμή που αυτή θα “γεννηθεί” είναι αδύνατον κάποιος να “ξεφύγει” από αυτήν!
Το Inception εξελίσσεται σε μια εποχή, στην οποία η τεχνολογία έχει καταφέρει την εισβολή στο ανθρώπινο υποσυνείδητο κατά τη διάρκεια του ονείρου.
Ένας επαγγελματίας «κλέφτης» ονείρων μαζί με την ομάδα του έρχονται αντιμέτωποι με την υπέρτατη πρόκληση, την εμφύτευση μιας ιδέας.
Για να τα καταφέρουν θα χρειαστεί να εισβάλλουν μέσα σε διαφορετικά επίπεδα ονείρων.
Όλη η δράση της ταινίας εξελίσσεται μέσα σε όνειρα που αυτά βρίσκονται μέσα σε άλλα όνειρα, που ανοίγουν σαν μια ρωσική μπάμπουσκα! Όσο πιο πολλά επίπεδα ονείρων καταφέρνουν να “κατέβουν” οι ήρωες της ταινίας τόσο πιο βαθιά μπορούν και φτάνουν στο υποσυνείδητο!
Ο Κρίστοφερ Νόλαν, που είναι ο σκηνοθέτης, ο σεναριογράφος και ο παραγωγός της ταινίας, ξεκίνησε να δημιουργεί τον κόσμο του “Inception” δέκα σχεδόν χρόνια πριν ξεκινήσει να σκηνοθετεί την ταινία!
Όταν είχα δει την ταινία για πρώτη φορά, μόλις είχα ξεκινήσει να γράφω το δεύτερο μυθιστόρημά μου “Και στο ρεφρέν θα μπω ξανά”.
Εντυπωσιασμένος από το Inception σκέφτηκα να γράψω μια “παρεμβολή” σχετικά με αυτό. Τελικά προέκυψε το παρακάτω κείμενο: (Αντιγράφω από το “ρεφρέν”)
“…Μια ιστορία μέσα στην ιστορία
Η συγκεκριμένη αφήγηση είναι από το παρόν μου. 2016 λοιπόν.
Κάθομαι στο αγαπημένο μου καφέ με τον “κουμπάρο” μου. Ακόμα “κουμπάρο” συνήθιζα να τον αποκαλώ, αστειευόμενος πολλές φορές ότι δεν λήγει μια “κουμπαριά”, επειδή έληξε ένας γάμος!
Του είπα για το Inception που είχα δει πάλι εκείνο το μεσημέρι. Η ιδέα της ταινίας με είχε συνεπάρει.
«Τρία επίπεδα ονείρων! Όνειρο που εισβάλλει μέσα στο όνειρο, που όμως είναι από κάποιο άλλο αρχικό όνειρο. Και όλα αυτά μήπως κερδίσει και πάλι τον έρωτα της ζωής του!»
«Καλά, άσε την ταινία που δεν την έχω δει κιόλας και πες μου, γιατί χώρισες πάλι;»
Δεν ήξερα πως να ξεκινήσω… Προσπαθούσα και ο ίδιος να καταλάβω τι ήθελα να εξηγήσω στον φίλο μου…
Ξαφνικά μια σκέψη ξεπετάχτηκε! Κάτι που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έως τότε, σαν να μην ήταν καν δικιά μου, σαν να την έκλεβα από κάπου!
Τελικά του είπα:
«Την ερωτεύτηκα, γιατί πίστεψα ότι μόνο εγώ μπορούσα!»
Ο φίλος μου έμεινε για λίγο χωρίς να μιλά. Απάντησε σαν να μην είχε ακούσει την προηγούμενη πρόταση ή σαν να την ήξερε ήδη και να βρισκόταν σε άλλη συζήτηση.
«Γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν να βγαίνουν με λάθος άτομα;»
«Μιλάς για μένα; Για κάποιον συγκεκριμένα; ίσως το πρόβλημα προκύπτει, επειδή αποδεχόμαστε τους ανθρώπους που πιστεύουμε ότι αξίζουμε».
«Μπορούμε να τους κάνουμε να νιώσουν ότι αξίζουν περισσότερα;»
Τώρα ήταν η σειρά μου να σταματήσω για λίγο. «Μπορούμε να προσπαθήσουμε…»
Έψαξα να βρω το ποτό μου.
Ήπια μια γουλιά και επανέλαβα σχεδόν από μέσα μου, σαν να ήθελα και ο ίδιος να εμπεδώσω τη σκέψη που είχα κάνει λίγο πριν.
«Αυτό πίστεψα! Ότι μόνο εγώ μπορούσα!»
Σχετικά Κείμενα
Εκείνη τη στιγμή ο barman, που εκτελούσε και χρέη dj μέσα από την οθόνη του υπολογιστή του, που βρισκόταν και αυτή πίσω από την μπάρα με τα ποτά, επέλεξε το Κακές Συνήθειες του Μίλτου Πασχαλίδη και την προσοχή μου τράβηξε ένας πελάτης που σχολίασε:
«ίδιο με το φιλαράκι της Βόσσου δεν είναι;»…”
Η παραπάνω παρεμβολή που τελικά προέκυψε είναι μια ιστορία, μέσα στην οποία εκτυλίσσονται παράλληλα δυο ακόμα ιστορίες, που ο αναγνώστης είναι πολύ δύσκολο να συλλάβει.
Γίνομαι πιο συγκεκριμένος.
“…Ξαφνικά μια σκέψη ξεπετάχτηκε! Κάτι που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έως τότε, σαν να μην ήταν καν δικιά μου, σαν να την έκλεβα από κάπου!
Τελικά του είπα:
«Την ερωτεύτηκα, γιατί πίστεψα ότι μόνο εγώ μπορούσα!»…”
Εδώ ο ήρωας μου όντως κλέβει την ατάκα «Την ερωτεύτηκα, γιατί πίστεψα ότι μόνο εγώ μπορούσα!»…” από την Γαλλική ταινία του Claude Lelouch, “Un homme et une femme”.
Ο διάλογος που θα ακολουθήσει στη συνέχεια ανάμεσα στον ήρωά μου και τον κουμπάρο του είναι ασυνήθιστα ασύνδετος με την προηγούμενη ατάκα από την Γαλλική ταινία, γεγονός όμως πολύ συνηθισμένο σε διάλογο μεταξύ φίλων.
«Γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν να βγαίνουν με λάθος άτομα;»
«Μιλάς για μένα; Για κάποιον συγκεκριμένα; ίσως το πρόβλημα προκύπτει, επειδή αποδεχόμαστε τους ανθρώπους που πιστεύουμε ότι αξίζουμε».
«Μπορούμε να τους κάνουμε να νιώσουν ότι αξίζουν περισσότερα;»
«Μπορούμε να προσπαθήσουμε…»
Εδώ ο αναγνώστης έχει μεταφερθεί μέσα στην ταινία αμερικάνικης παραγωγής “The Perks of Being a Wallflower¨.
Η παρεμβολή κλείνει με την οπτική ότι όλα μέσα στην ιστορία ακόμα και οι πιο μικρές λεπτομέρειες έχουν διττή σημασία. Ο barman είναι και dj και το τραγούδι του Πασχαλίδη μοιάζει με αυτό της Βόσσου!
Γράφοντας την παραπάνω παρεμβολή γνώριζα από την αρχή ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο διαβάζοντας την να αντιληφθεί ο αναγνώστης τι επιχείρησα να κάνω, όμως αυτό δεν επηρέαζε σε τίποτε την ιστορία μου και έτσι αποφάσισα να την κρατήσω περισσότερο σαν ένα μικρό μυστικό που έστω και τυχαία μπορεί να ανακαλυφτεί από κάποιος τυχερούς ή πολύ προσεκτικούς αναγνώστες.
Γυρίζω στην ταινία
Ο Νόλαν στο Inception κατάφερε να γυρίσει μια ταινία, που ακροβατεί αριστουργηματικά ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, χωρίς να ορίζει ποτέ διακριτά όρια ανάμεσά τους.
Ακόμα και το τέλος της ταινίας είναι διφορούμενο. Ο πρωταγωνιστής γύρισε σπίτι ή βρίσκεται ακόμα “εγκλωβισμένος” μέσα σε κάποιο όνειρο;
Η ταινία κλείνει με τη σβούρα να γυρίζει αδιάκοπα χωρίς να δίνει οριστική ερμηνεία!
Το Σεπτέμβριο του 2010, ο Μάικλ Κέιν, που υποδύεται τον πεθερό του Κομπ, έδωσε τη δική του εκδοχή για το φινάλε λέγοντας:
“Εφόσον είμαι εκεί είναι πραγματικότητα, επειδή δεν είμαι ποτέ μέσα στο όνειρο. Είμαι αυτός που επινόησε το όνειρο.”
Αναμφισβήτητα είναι μια εξήγηση που συνηγορεί υπέρ της επιστροφής του ήρωα στην “πραγματικότητα”, παρόλο το έντονο ονειρικό στοιχείο που υπάρχει στην τελική σκηνή και παρόλο που τα παιδιά του ήρωα φαίνεται να μην έχουν μεγαλώσει καθόλου…
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει το εξής:
“Επιλέγω να πιστεύω ότι ο Κομπ γύρισε στα παιδιά του επειδή έχω κι εγώ μικρά παιδιά. Οι άνθρωποι που έχουν παιδιά σίγουρα κατάλαβαν διαφορετικά από αυτούς που δεν έχουν.”
Επισήμανε ότι η σβούρα δεν ήταν το πιο κρίσιμο στοιχείο του φινάλε, λέγοντας,
“Έχω διαβάσει πάρα πολλές εκδοχές… Το πιο σημαντικό συναισθηματικό γεγονός για τη σβούρα είναι ότι στο τέλος ο Κομπ δεν την κοιτάζει. Δεν τον νοιάζει…”