Η ιστορία μας ξεκινά τον Μάρτιο του 1961, είναι ο μήνας που οι δυο μύθοι του Ελληνικού τραγουδιού, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις θα βρεθούν για πρώτη φορά μαζί σε συναυλία.
Αν και το γεγονός αυτό από μόνο του θα ήταν ικανό να αποτελέσει είδηση, ας παραθέσω και τα ονόματα των τραγουδιστών που συμμετείχαν εκείνο το βράδυ: Στέλιος Καζαντζίδης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαρινέλλα και η Μαίρη Λίντα μαζί με τον πρώτο-εμφανιζόμενο Τέρρυ Χρυσό! Στο μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης!
Η συναυλία έγινε στο θέατρο “Κεντρικόν” και την παρουσίαση ανέλαβε η Μάρω Κοντού.
Το 1961 θα είναι για τον Θεοδωράκη μια σημαντική χρονιά, γιατί την ίδια χρονιά θα κυκλοφορήσει και η πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τίτλο “Επιτάφιος”, στην οποία θα μελοποιήσει την ομότιτλη ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου.
***Ο “Επιτάφιος” του Γιάννη Ρίτσου
Ας γυρίσουμε μερικά χρόνια ακόμα πιο πίσω και να μεταφερθούμε στο Μάιο του 1936. Όλη η Ελλάδα τότε βρισκόταν σε απεργιακό κλοιό. Μια από τις κινητοποιήσεις θα αιματοκυλιστεί από τις δυνάμεις του τότε δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά και 10 εργάτες θα πεθάνουν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων.
Από τις σφαίρες πρώτος πέφτει νεκρός ο εργάτης Τάσος Τούσης. Την επόμενη μέρα στις 10 Μαΐου του 1936 ο Ριζοσπάστης κυκλοφορεί με μια φωτογραφία που αποτυπώνει με σπαρακτικό τρόπο τον θρήνο της μάνας του Τούση πάνω από το πτώμα του γιου της!
Αυτήν τη φωτογραφία είδε ο Γιάννης Ρίτσος και έγραψε τον “Επιτάφιο”, αντιγράφω από δήλωση που έκανε ο ίδιος ο Ρίτσος μερικά χρόνια αργότερα:
“…Με συνεπήρε τόσο πολύ, που την ίδια μέρα άρχισα να γράφω τον Επιτάφιο. Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος απ’ τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η “Ερωφίλη”, ο “Ερωτόκριτος”, ο Σολωμός, οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. (…) Μέσα σε δυο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον “Επιτάφιο”, τα πρώτα 14 ποιήματα…”
Το βιβλίο εκδόθηκε σε 10.000 αντίτυπα το 1936, σε μια Ελλάδα που κανένας ποιητής δεν έβγαζε μια συλλογή πάνω από 1.000 αντίτυπα και εξαντλήθηκε σχεδόν αμέσως!
***Ο “Επιτάφιος” του Μίκη Θεοδωράκη
Κάνοντας ένα μικρό χρονικό άλμα θα βρεθούμε στο 1958, χρονιά κατά την οποία έχουμε την επανέκδοση από τον Ρίτσο του Επιτάφιου. Με αφορμή λοιπόν αυτή την επανέκδοση ο Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο στον Μίκη Θεοδωράκη που σπούδαζε τότε στο Παρίσι.
Λίγες μέρες αργότερα ο Μίκης κάθεται στο αυτοκίνητό του και περιμένει την γυναίκα του να τελειώσει τα ψώνια σε ένα Ελληνικό μπακάλικο που υπήρχε τότε στο Παρίσι. Θα πιάσει το βιβλίο του Ρίτσου και θα αρχίζει να διαβάζει! Μερικά λεπτά αργότερα όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο Μίκης:
“…Με έπιασε ξαφνικά μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση…”
Το ίδιο απόγευμα κάθισε στο πιάνο του και έγραψε τις νότες για τα περισσότερα ποιήματα που θα μελοποιούσε στη συνέχεια.
***Ο “Επιτάφιος” του Μάνου Χατζιδάκι
Όταν τέλειωσε την σύνθεση ο Μίκης Θεοδωράκης έστειλε 3 αντίτυπα σε 3 διαφορετικά άτομα. Ένα αντίγραφο έστειλε στον Ρίτσο, ένα άλλο στο Χατζιδάκι, και ένα τρίτο σε έναν γιατρό φίλο του που είχαν κάνει μαζί Μακρόνησο.
Ο Χατζιδάκις που τότε βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του δείχνει αμέσως ενδιαφέρον για το εγχείρημα και αναλαμβάνει την ενορχήστρωση, την διεύθυνση ορχήστρας αλλά και την διεύθυνση παραγωγής του δίσκου. Θα παίξει μέχρι και πιάνο ο ίδιος και θα καλέσει την στενή συνεργάτιδά του Νάνα Μούσχουρη να τραγουδήσει.
Ο Θεοδωράκης παρόλο που θα σεβαστεί απόλυτα την συγκεκριμένη δουλειά του Χατζιδάκι και θα μιλήσει πολλές φορές με τα καλύτερα λόγια για αυτήν, δεν ήταν όμως αυτό που αρχικά είχε οραματιστεί. Ο ίδιος ήθελε κάτι πιο λαϊκό. Κάτι που θα ένωνε μια συμφωνική ορχήστρα με ένα μπουζούκι!
***Ο “Επιτάφιος” του Μπιθικώτση, του Χιώτη και του Θεοδωράκη
Ο Θεοδωράκης αποφασίζει να κάνει και με δεύτερη εκδοχή του επιτάφιου, μια εκδοχή με βάση το μπουζούκι. Επιστρατεύει τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Μαίρη Λίντα στα φωνητικά και τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι.
Ο αστικός μύθος εδώ κάνει λόγο πως ο Μπιθικώτσης κατά την διάρκεια της ηχογράφησης μέσα στο στούντιο προσπαθούσε χωρίς επιτυχία να τραγουδήσει τους στίχους:
”…Που πέταξε τ΄αγόρι μου…”, ώσπου κάποια στιγμή αγανακτισμένος γυρνάει προς τον Χιώτη που τον συνόδευε και του λέει:
“…Πάμε να φύγουμε, μωρέ Μανώλη, θα μας κάνει ρεζίλι ο Ψηλός!…”
Οι δύο εκδόσεις που κυκλοφόρησαν τελικά ταυτόχρονα δίχασαν το κοινό. Οι ακροατές που ήταν πιο κοντά στην αισθητική του Χατζιδάκι υποστήριξαν τη λυρική εκδοχή της Μούσχουρη, ενώ οι ακροατές που ήταν πιο κοντά στην αισθητική του Θεοδωράκη υποστήριξαν την εκδοχή με τους Χιώτη και Μπιθικώτση.
Ακόμα μεγάλο κύμα συζητήσεων αλλά και διαφωνιών και αντιπαραθέσεων προκάλεσε η ένωση συμφωνικής ορχήστρας και μπουζουκιών που συναντάμε στην εκδοχή με τους Χιώτη και Μπιθικώτση.
***Η συναυλία στο “Κεντρικόν”
Σχετικά Κείμενα
Επιστρέφουμε και πάλι στο Μάρτιο του 1961 και στη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο “Κεντρικόν”. Το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας παραχωρεί για την συναυλία την ορχήστρα του, ο Χατζιδάκις στο πιάνο, ο Χιώτης στο μπουζούκι και στο τραγούδι Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Μαρινέλλα και Μαίρη Λίντα!
Το κλίμα όμως είναι βεβαρημένο από τις πρόβες, μιας και τα μέλη της συμφωνικής ορχήστρας δεν βλέπουν με καθόλου καλό μάτι την συμμετοχή του “μπουζουξή” Μανώλη Χιώτη.
Λίγα λεπτά πριν την συναυλία θα χρειαστεί να καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες ο ίδιος ο Θεοδωράκης για να μη τιναχτούν όλα στον αέρα, όταν μέλη της συμφωνικής απείλησαν να φύγουν, αντιδρώντας στην παρουσία του Χιώτη ως σολίστ πάνω στη σκηνή!
Γενικά το κλίμα είναι αρνητικό για όλους τους “λαϊκούς” γεγονός που θα επηρεάσει περισσότερο από όλους τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που θα αγχωθεί ακόμα περισσότερο από την παρουσία όλης της κοσμικής Αθήνας, αλλά και μέρος της πολιτικής ηγεσίας του τόπου που βρίσκονταν ανάμεσα στους θεατές της βραδιάς!
Ο Μπιθικώτσης ανεβαίνει στη σκηνή φανερά τρακαρισμένος και ξεκινά το τραγούδι σε “πότισα ροδόσταμο”, αλλά δεν καταφέρνει να το τελειώσει. Με τρεμάμενη φωνή, ζητάει συγνώμη και εγκαταλείπει την σκηνή αφήνοντας το τραγούδι στη μέση…
Ο ίδιος ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης αφηγείται σχετικά:
“…Η ορχήστρα παίζει. Έχει δώσει σήμα ο Μίκης κουνώντας τα χέρια του: πουμ, παμ, πουμ, παμ, πουμ, παμ. Εγώ δε μπαίνω στο τραγούδι. Κάποια φορά, μπαίνω και λέω: “Στον ά…” Σταμάτησα. Έχασα τα λόγια μου και λέω: “Με συγχωρείτε, έχω τρακ, δεν μπορώ να συνεχίσω”. Χειροκροτήματα, κακό. Ιδρωμένος, γύρισα πίσω στο καμαρίνι…”
Στα καμαρίνια που μεταφέρεται ο Μπιθικώτσης βρίσκονταν εκείνη την ώρα αρκετή ηθοποιοί ανάμεσά τους οι Χορν, Βουγιουκλάκη, Αλεξανδράκης, Κοντού και η Ειρήνη Παπά.
Ο Αλεξανδράκης θα πλησιάσει τον πανικόβλητο Μπιθικώτση και θα του αφηγηθεί ότι έπαθε το ίδιο πράγμα πάνω στη σκηνή και έψαξε και βρήκε κάποια θαυματουργά χάπια.
Άνοιξε ένα σπιρτόκουτο που είχε μέσα κάτι χάπια και έδωσε ένα στον Μπιθικώτση που μετά από λίγο συνήλθε και ανέβηκε και πάλι στη σκηνή.
Όπως αποκάλυψε αργότερα ο ίδιος ο Αλέκος Αλεξανδράκης, το περίφημο χάπι που έδιωξε το τρακ του Μπιθικώτση, δεν ήταν παρά ένα ψίχουλο ψωμί!
Η συναυλία θα συνεχιστεί και θα τελειώσει με το κοινό να αποθεώνει τους συντελεστές χωρίς κάποιο άλλο απρόοπτο.
***Σε πότισα ροδόσταμο ή αλλιώς η τελευταία μέρα του Μανώλη Χιώτη
Ας κάνουμε ένα ακόμα χρονικό άλμα και να μεταφερθούμε στο 1970. Η χούντα έχει φυλακίσει τον Μίκη Θεοδωράκη ο οποίος είναι κρατούμενος στις φυλακές του Ωρωπού.
Στις 21 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς ο Μανώλης Χιώτης συνοδευόμενος από 3 φίλους του μουσικούς θα φτάσει στον μώλο που βρισκόταν περίπου 100 μέτρα μακριά από τις φυλακές και θα ξεκινήσουν να τραγουδούν όλοι μαζί γυρισμένοι προς τις φυλακές, ώστε να φτάσουν οι φωνές τους στον φυλακισμένο Μίκη.
Ο Θεοδωράκης εκείνη την ώρα κοιμόταν. Ακριβώς πάνω απ’ το κρεβάτι του βρισκόταν η σκοπιά και ο χωροφύλακας που είχε υπηρεσία τον ξύπνησε:
– Κύριε Μίκη, κύριε Μίκη, νομίζω ότι το τραγούδι αυτό είναι δικό σας.
– Ποιο τραγούδι;
– Να, εκεί στον μώλο…
Αμέσως βγαίνει έξω ο Μίκης και κατευθύνεται προς το συρματόπλεγμα ώστε να μπορέσει να δει και να ακούσει καλύτερα.
Όταν φτάνει εκεί θα αναγνωρίσει το τραγούδι του, το “Ροδόσταμο”και στη συνέχεια θα αναγνωρίσει τη φωνή του Χιώτη!
Λίγο αργότερα θα κατευθυνθούν προς την παρέα χωροφύλακες για να τους συλλάβουν μιας και το τραγούδι αυτό άνηκε στα απαγορευμένα της χούντας.
Οι χωροφύλακες φαίνεται ότι αναγνώρισαν τον Χιώτη, κάτι του είπαν και εκείνος αποχώρησε συνεχίζοντας να τραγουδάει.
Λίγες ώρες αργότερα, την ίδια μέρα ο Μανώλης Χιώτης θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στον Ωρωπό!
***Επίλογος
Θα κλείσω το κείμενό μου με μια σκέψη πάνω στις δύο εκδοχές του Επιταφίου. Τις μέρες που ασχολήθηκα με τα συγκεκριμένα γεγονότα τις άκουσα και τις δύο αρκετές φορές.
Υπάρχουν τραγούδια που τα προτιμώ από τον Μπιθικώτση και άλλα που τα προτιμώ από την Μούσχουρη!
Το αξιοσημείωτο είναι ότι τόσο ο Χατζιδάκις όσο και ο Θεοδωράκης επανέρχονταν σε αυτή την δισκογραφική δουλειά ανά τακτά χρονικά διαστήματα και έδιναν διαφορετικές εκδοχές, κρατώντας όμως ο καθένας την αρχική αισθητική του!
Είναι σαν να ξεκίνησε με τον Επιτάφιο του Ρίτσου μια μουσική “κόντρα” ανάμεσα στους δύο αυτούς μεγαλύτερους συνθέτες της Ελλάδος, μια “κόντρα” που είχε την αφετηρία της στην διαφορετική αντίληψη και αισθητική που είχαν για την σύνθεση. Μια κόντρα από την οποία τελικά κέρδισε ο Ελληνικός πολιτισμός, αυτή ήταν μόνο μια σύντομη ιστορία του.