Η ιστορία μας τελειώνει τις τελευταίες μέρες του Σεπτεμβρίου του 1971, όταν η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη θα εξελιχθεί σε μια αντιδικτατορική διαδήλωση, με χιλιάδες ανθρώπους, κυρίως νέους, φοιτητές και μαθητές να τραγουδούν τους στίχους από το πιο γνωστό ποίημα του.
“…Στο περιγιάλι το κρυφό…”
Ο Γιάννης Ρίτσος θα κάνει τότε και την περίφημη δήλωση, τοποθετώντας τον Σεφέρη δίπλα στον Παλαμά:
“…Ακόμα μια φορά, σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα…”.
Στη δήλωση του χρησιμοποίησε το στίχο “… σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα…”, που έγραψε πρώτος ο Σικελιανός και είχε εκφωνήσει το 1943 στην κηδεία του Κωστή Παλαμά, γι’ αυτό και άλλωστε η πρότασή του ξεκινά με το “…Ακόμα μια φορά…”.
Η Ελλάδα λοιπόν στα δύσκολα, θα ακουμπήσει πάνω σε ένα φέρετρο, έναν ποιητή και ακόμα πιο συγκεκριμένα σε ένα ποίημα.
Το ποίημα “Άρνηση” θα γίνει κάτι σαν δεύτερος Εθνικός Ύμνος μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία και θα εκφράσει την ανάγκη του Ελληνικού λαού για δημοκρατία.
Μια μικρή παραδοξότητα είχε μόλις γεννηθεί, το ποίημα του Σεφέρη μάλλον αναφερόταν στην άρνηση του έρωτα. Η γυναίκα που είχε αποτελέσει την έμπνευση του ποιητή, θα δεχτεί τελικά και μια δεύτερη “άρνηση”, όταν στις 22 Σεπτεμβρίου του 1971 όλη η Ελλάδα ακουμπούσε στο φέρετρο του ποιητή κάτω από τους ήχους του τραγουδιού που γράφτηκε για εκείνη.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η ιστορία μας ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στο Παρίσι, όπου ο νεαρός μας ποιητής σπουδάζει νομική και προετοιμάζεται από την οικογένεια του για καριέρα στο διπλωματικό σώμα.
Εκεί στο Παρίσι, το 1923, θα γνωρίσει την 18 χρονών τότε Ζακλίν Πουγιουλόν. Θα ζήσουν έναν έρωτα για περίπου 2 χρόνια που θα διακοπεί όταν ο Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα και εκείνη μένει πίσω.
Η απόσταση θα πυροδοτήσει μια αλληλογραφία ανάμεσα στο ζευγάρι, που θα κρατήσει περίπου 10 χρόνια. Σε κάποιο από τα γράμματα του ο Σεφέρης που φαίνεται να επιλέγει την μοναχική ζωή του ποιητή…και να αρνείται την ζωή μέσα σε έναν γάμο με την Ζακλίν…σε ένα από τα γράμματα που θα στείλει στην τρελαμένη από έρωτα Ζακλίν, θα συμπεριλάβει τους παρακάτω στίχους:
“…Στο περιγιάλι το κρυφό
Κι άσπρο σαν περιστέρι
Διψάσαμε το μεσημέρι
Μα το νερό γλυφό
Πάνω στην άμμο την ξανθή
Γράψαμε το όνομα της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
Και σβήστηκε η γραφή
Με τι καρδιά, με τι πνοή
Τι πόθους και τι πάθος
Πήραμε τη ζωή μας.
Λάθος!
Κι αλλάξαμε ζωή…”
Με τους ίδιους στίχους…και με τον χαρακτηριστικό τίτλο “…Άρνηση…” ο Σεφέρης θα το συμπεριλάβει στην πρώτη του ποιητική συλλογή που θα εκδώσει μερικά χρόνια μετά το 1931.
Έγραψα με τους ίδιους στίχους και δεν είναι λάθος, όμως ο Σεφέρης όταν τελικά εκδίδει το ποίημα προχωρά σε μια μικρή αλλαγή μιας στίξης.
Στον τελευταίο μέρος του ποιήματος, μια τελεία θα αντικατασταθεί από μια άνω τελεία αλλάζοντας έτσι και το νόημα της πρότασης:
“…Με τι καρδιά, με τι πνοή
Τι πόθους και τι πάθος
Πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
Κι αλλάξαμε ζωή…”
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1962, ο Μίκης Θεοδωράκης έχει μόλις ολοκληρώσει τους δύο δίσκους του Επιτάφιου όπου έχει μελοποιήσει Γ. Ρίτσο και θέλει να συμπεριλάβει στην νέα του δισκογραφία και ένα ποίημα του Σεφέρη.
Ο Σεφέρης όμως λέγεται ότι είχε πολλές αντιρρήσεις και ήταν επιφυλακτικός απέναντι στον συνθέτη.
Εδώ ο αστικός μύθος αναφέρει ότι ο Θεοδωράκης για να τον πείσει θα στείλει μόνο την εκδοχή του Επιτάφιου από την Μούσχουρη και τον Χατζιδάκι, παραλείποντας την εκτέλεση του Μπιθικώτση…
Σχετικά Κείμενα
Ο Σεφέρης θα παραμερίσει τελικά τις αντιρρήσεις του και το ποίημα “Άρνηση” θα μελοποιηθεί.
Τον ποιητή όμως τον “καίει” μια μικρή λεπτομέρεια… Θα μιλήσει με τον συνθέτη και θα του επιστήσει την προσοχή σε μια άνω τελεία που υπάρχει στην τελευταία στροφή!
Θα του αναφέρει χαρακτηριστικά πως η παράλειψή της αλλάζει τελείως το νόημα του τραγουδιού…
Αντιγράφω από δήλωση του ίδιου του Θεοδωράκη:
“…Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση «πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε παύση πριν πεις λάθος». Στα αυτιά μου είχα την προτροπή – παράκληση του ποιητή: «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα». Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη «λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας», δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα. Όμως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος…”
Το τραγούδι θα κυκλοφορήσει τελικά χωρίς την παύση που επιβάλλει η άνω τελεία, αλλά θα γνωρίσει τρομακτική επιτυχία.
Οι σχέσεις των δυο αντρών θα διαταραχθούν για ένα σύντομο όμως χρονικό διάστημα. Ένα βράδυ ο Μίκης θα πάρει μαζί του τον δύστροπο ακόμα Σεφέρη και θα τον κάνει βόλτα σε όλες τις ταβέρνες της Αθήνας, όπου ο ποιητής θα παρακολουθήσει παντού τον κόσμο να τραγουδά το ποίημα του και θα μαλακώσει!
Αντιγράφω και πάλι από τον Μίκη:
“…Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για ένα διπλωμάτη…”
Ένα χρόνο αργότερα ο Σεφέρης, στις 10 Δεκεμβρίου του 1963 θα βραβευθεί από τη Σουηδική Ακαδημία με το βραβείο Νόμπελ.
Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα από την ομιλία του Σεφέρη όταν και παρέλαβε το βραβείο:
“…Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη…”
Στην Ελλάδα όταν θα επιστρέψει, στο αεροδρόμιο, δεν θα τον περιμένει καμία λαοθάλασσα…όχι…ίσως γιατί ακουμπάμε ως χώρα πιο εύκολα στα φέρετρα των ποιητών και όχι στις επιτυχίες τους. Η μόνη που θα υποδεχθεί τον Έλληνα νομπελίστα στο αεροδρόμιο θα είναι η αδελφή του Ιωάννα.
Στις 22 Ιουλίου 1971, ο Σεφέρης θα εισαχθεί στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, θα πέσει σε κώμα και θα πεθάνει στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971.
Η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη θα εξελιχθεί σε μια αντιδικτατορική διαδήλωση, με χιλιάδες ανθρώπους, κυρίως νέους, φοιτητές και μαθητές να τραγουδούν τους στίχους από το πιο γνωστό ποίημα του.
“…Στο περιγιάλι το κρυφό…”
Λέγεται ότι η Ζακλίν που μάλλον ποτέ δεν ξεπέρασε τον ποιητή και για την οποία γράφτηκε αρχικά “η Άρνηση” κατέβηκε στην Αθήνα και προσπάθησε να δει τον ετοιμοθάνατο έρωτά της, μια τελευταία φορά.
Δεν θα τα καταφέρει! Θα συναντήσει πάλι την “Άρνηση” και τελικά θα μείνει ως το τέλος του, να περιμένει μάταια.
Την φαντάζομαι από κάπου ή με κάποιο τρόπο, να παρακολουθεί την κηδεία του ποιητή, να βλέπει χιλιάδες κόσμο να τραγουδούν το ποίημα που γράφτηκε για εκείνη
και εκείνη μόλις να έχει βιώσει άλλη μια άρνηση…
Την φαντάζομαι να ακούει από 200.000 Έλληνες που ακολουθούν το φέρετρο του Σεφέρη να τραγουδούν “…το περιγιάλι το κρυφό…”
Ο λαός που το τραγουδά δεν ξέρει ότι αυτό το τραγούδι λέγεται “Άρνηση”,
Η Ζακλίν όμως το ξέρει… είναι το μόνο συναίσθημα που έχει βιώσει σίγουρα σε όλη του την έκταση…
Ας μου επιτρέψει ο Ρίτσος να κάνω μια προσθήκη στην περίφημη δήλωση του
“…Ακόμα μια φορά, σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα…εκτός όμως από την μούσα του ποιητή που σύντομα θα περάσει στη λήθη…”