Sorry φίλε

Ύστερα από μια σειρά συμπτώσεων, πήγα σχολείο στο 11ο Γυμνάσιο Πατρών. Εκεί τα περισσότερα παιδιά ήταν από λαϊκές γειτονιές και περίχωρα της Πάτρας. Στους αθλητικούς αγώνες που έδιναν τα σχολεία μεταξύ τους, η προσφώνηση που ακουγόταν όταν συχνά βρισκόμασταν “αντιμέτωποι” με άλλα σχολεία ήταν “μανιαούρια”.
***Στο slang.gr για το μανιαούρι αναφέρει:
1. Οι Μανιάτες, ειδικά όσοι μένουν στον Πειραιά.
Ο Πειραιάς, ως αναπτυσσόμενο λιμάνι, μάζεψε κάθε καρυδιάς καρύδι από κάθε γωνιά της χώρας. Ορισμένοι από αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες, προερχόμενοι από την ίδια περιοχή, εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή και δημιούργησαν κλίκες.
2. Μανιαούρι, Πατρινή έκφραση για τον κάγκουρα.
Πριν τελειώσω το Γυμνάσιο, ήδη άκουγα φανατικά Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ήξερα όλους τους στίχους από τα τραγούδια του και είχα αγοράσει όλα τα album που είχε βγάλει ως τότε.
Όταν με ρώταγε οποιοσδήποτε τι μουσική ακούς, πάντα απαντούσα με θράσος
– Βασίλη Παπακωνσταντίνου!
Στο λύκειο βρέθηκα, ύστερα από μια σειρά άλλων συμπτώσεων, στο Πρότυπο Λύκειο Πατρών. Εκεί τα περισσότερα παιδιά ήταν από τις λεγόμενες “καλές” οικογένειες της Πάτρας.
Στους αθλητικούς αγώνες που έδιναν τα σχολεία μεταξύ τους, η προσφώνηση που ακουγόταν όταν συχνά βρισκόμασταν “αντιμέτωποι” με άλλα σχολεία ήταν “φλώροι”.
***Στο slang.gr για το φλώρος αναφέρει:
1. Φλώρος
Φλώρος σημαίνει θηλυπρεπής και γενικότερα λίγος για άντρας.
Στην δεκαετία του ογδόντα, φλώρους αποκαλούσαν όσους ακολουθούσανε την μόδα της pop μουσικής, για τον λόγο ότι είχαν ένα θηλυπρεπές στυλ, π.χ. Boy George, Wham, Duran Duran κτλ.
2. Φλώρος
Φλώρος: το παιδί της μαμάς, το μοσχαναθρεμμένο. Φλωρούμπας: ο φλώρος σε υπερθετικό βαθμό.
Η μετάβασή μου από “Μανιαούρι” σε “Φλώρο” δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Το πρώτο πράγμα που κατάλαβα ήταν ότι οι παρέες που είχα και οι καινούργιες παρέες που έκανα δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν.
Βρέθηκα λοιπόν σε μια κατάσταση όπου στα “Μανιαούρια¨ προσπαθούσα με άγχος να αποδείξω ότι δεν έγινα “Φλώρος” και στους “Φλώρους” με άγχος να αποδείξω ότι δεν ήμουν ποτέ “Μανιαούρι¨.
Πάνω κάτω εκείνη την περίοδο, πρέπει να είδα για πρώτη φορά σε κάποιο τοπικό κανάλι το video clip του τραγουδιού του Νίκου Βεντουράτου , “Sorry φίλε”.
Ήμουν στην εφηβεία, σίγουρα θα ζούσα και κάποιον ανεκπλήρωτο έρωτα για κάποια συμμαθήτρια μου, που πιθανότατα θα είχε επιλέξει κάποιον “εξωσχολικό” και το τραγούδι μου άρεσε πολύ!
Το video clip που είχε γυρίσει ο καλλιτέχνης τότε, ακολουθεί πιστά τους στίχους του τραγουδιού:
“…Ζούσα μέσα στην ανία στο δωμάτιο το ψυχρό
μια κιθάρα συνοδεία να ξοδεύω τον καιρό
είχα βρει ισορροπία το τηλέφωνο χτυπά
μια φωνή τόσο οικεία ενός φίλου με ξυπνά
Sorry φίλε που είναι λίγο αργά
κάνω πάρτι και νομίζω σε αφορά…
έμοιαζε λίγο αστείο που ήρθε τόσο ξαφνικά
βγήκα έτσι μέσ’ στο κρύο, περπατούσα βιαστικά
κι έφτασα κοντά στα φώτα κι είδα εκείνη από παλιά
να χορεύει με έναν άλλο χρόνια τώρα αγκαλιά
Sorry φίλε, μη το πάρεις στραβά
δικαιούμαι αυτό το μπλουζ και φεύγω μετά
Κι έτσι βρέθηκε στην αγκαλιά μου,
κι αυτός λοξά με κοιτούσε
μα εγώ είχα φύγει απ’ το κορμί μου
κι η ζωή μου όλη πίσω γυρνά
Sorry ήρθα, έτσι τόσο αργά
ας χορέψουμε αυτό το μπλουζ για μια φορά σωστά
και θα φύγω μετά για τελευταία φορά
Ας χορέψουμε αυτό το μπλουζ κι ας είναι αργά…”
Κάθε φορά που το άκουγα φαντασιωνόμουν ότι διεκδικώ και εγώ έναν χορό από τον ανεκπλήρωτο ερωτά μου…
Αργότερα μεγαλώνοντας, φοιτητής πια, ανέπτυξα και μια έλξη για την cult κουλτούρα της εποχής μου. Ας δούμε και έναν ορισμό του “cult” .
Στο λεξικό έχουμε το άκλιτο επίθετο, «αυτός που απευθύνεται σε ειδικό κοινό» (π.χ. καλτ ταινία), δηλαδή τα έργα τέχνης που αποκτούν μια δική τους “λέσχη οπαδών” που λειτουργεί ανεξάρτητα από τη μαζική αναγνώριση του έργου.
Θυμάμαι το “Γυμνό Γεύμα” του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, εμένα “ποτισμένο” τότε από την λογοτεχνία του “Ουίλιαμ Μπάροουζ” να κυκλοφορώ υπερήφανος με ένα μπλουζάκι της ταινίας που είχα αγοράσει από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θυμάμαι όμως και τα πειράγματα και την καζούρα των φίλων μου όταν τους “τράβηξα” στον κινηματογράφο να δουν κάτι τέτοιο…
***Μια γρήγορη σκέψη. Η εξέλιξη μου από το “Μανιαούρι” στο “cult” είχε σαν αποτέλεσμα την αγάπη μου για τον Κρόνενμπεργκ.
Την ίδια πάνω κάτω χρονική περίοδο ανέπτυξα και μια έλξη για την kitsch κουλτούρα της εποχής μου.
Ας δούμε και έναν ορισμό του “kitsch .
Η λέξη Κιτς ετυμολογικά προέρχεται από την γερμανική ιδιωματική έκφραση kitschen, που σημαίνει βάφω, αλείφω, πασαλείβω. Στην κατηγορία της τέχνης το επίθετο κιτς χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει το ευτελές, το φθηνό και το κακόγουστο.
Για το κιτς ο Μίλαν Κούντερα στην “Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι” κάνει τις παρακάτω επισημάνσεις:
“…Στο βασίλειο του κιτς επικρατεί η δικτατορία της καρδιάς…”
“…Επίσης, το κιτς, δεν έχει να κάνει με το ασυνήθιστο αναφέρεται σε εικόνες ‐ κλειδιά, βαθιά αγκυροβολημένες στη μνήμη των ανθρώπων: η αχάριστη κόρη, ο εγκαταλελειμμένος πατέρας, τα πιτσιρίκια που τρέχουν σ’ ένα πάρκο, η προδομένη πατρίδα, η ανάμνηση του πρώτου έρωτα.
Το κιτς κάνει να αναβλύζουν, το ένα μετά το άλλο, δυο δάκρυα συγκίνησης. Το πρώτο δάκρυ λέει: Τι ωραία που είναι τα πιτσιρίκια που τρέχουν σ’ ένα πάρκο!
Το δεύτερο δάκρυ λέει: Τι ωραία που είναι να συγκινείσαι μαζί με ολόκληρη την ανθρωπότητα βλέποντας τα πιτσιρίκια να τρέχουν σ’ ένα πάρκο!
Μόνο το δεύτερο αυτό δάκρυ κάνει το κιτς να είναι κιτς….”
Θυμάμαι να διαβάζω στα κρυφά όλα τα “Άρλεκιν” της μητέρας μου και να βλέπω μανιωδώς “Εσμεράλντα” και “Τόλμη και Γοητεία”.
Μια γρήγορη σκέψη. Η εξέλιξη μου από τον “φλώρο” στο “kitsch” είχε σαν αποτέλεσμα την αγάπη μου για τα “Άρλεκιν”.
Και “φλώρος” και “μανιάουρας” λοιπόν, ταυτόχρονα και “cult” και kitsch”!
Ίσως τώρα αν διάβασες ως εδώ καταλάβεις γιατί στα “κρυφά”, στο σπίτι μου άκουγα Νίκο Βεντουράτο και το “Sorry φίλε”, ενώ “θεωρητικά” τότε από τους Έλληνες καλλιτέχνες αποδεχόμουν μόνο τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Τώρα με την απόσταση που μου δίνει ο χρόνος μπορώ να καταλάβω ότι είχα ανάγκη η “επαναστατικότητα” μου να είναι αποδεκτή.
Αποδεκτή από ένα “φανταστικό” κοινό αλλά κυρίως από την εικόνα που είχα για τον εαυτό μου.
Εκείνη την εποχή μπορούσα να συγκινηθώ με τα τραγούδια του Βασίλη, αλλά κυρίως μπορούσα να συγκινηθώ με την εικόνα μου για την “επαναστατικότητα” μου.
Στην τέχνη και στους καλλιτέχνες υπάρχει κάτι σαν “λίστα αποδοχής”.
Μια λίστα με τους καλλιτέχνες που είναι στο επίκεντρο της “εποχής”. Μια λίστα που την διαμορφώνει η κοινή γνώμη και που τα κριτήριά της είναι σχεδόν πάντα “αισθητικά” και συμβατά με την εποχή.
Για να γίνω πιο σαφής. Για πολλά χρόνια στο Ελληνικό Facebook κυριαρχούσαν τα ρητά του Λειβαδίτη και της Δημουλά.
Όλοι μας τα είχαμε αναρτήσει, με την σιγουριά, πως πέρα από το χρηστικό της ανάρτησης εμπνευσμένων κειμένων συμβάδιζαν και με την αισθητική της εποχής.
Μερικά χρόνια μετά, οι ίδιοι καλλιτέχνες (χωρίς να έχουν καμία συμμετοχή σε αυτό) πέφτουν στις “λίστες δυσμένειας” και τα ίδια κείμενα αποτελούν αντικείμενο σαρκασμού.
Ο Παπακωνσταντίνου εκτός από αναμφίβολα ωραία και επαναστατικά τραγούδια ήταν και στις “λίστες αποδοχής” τότε ενώ ο Βεντουράτος δεν ήταν.
Υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν θα καταφέρουν να αγαπηθούν ποτέ από τη μεγάλη πλειοψηφία αλλά θα βρουν μια εναλλακτική αποδοχή σε ένα συγκεκριμένο κοινό.
Είναι η διαδρομή που οδηγεί στην cult κουλτούρα, που πολλές φορές έχει σαν αφετηρία το “trash” της εποχής.
Ξανά βάζω στο “repeat” το video clip του Νίκου Βεντουράτου.
Η σκέψη που κάνω γι’ αυτόν τώρα, είναι μια μικρή έκπληξη για μένα:
“…Και “φλώρος” και “μανιάουρας” λοιπόν, ταυτόχρονα και “cult” και kitsch”!…”
“Sorry φίλε”, που τόσο καιρό προσπαθούσα να κρατήσω μια εκδοχή που να ταιριάζει με την “εποχή” μου.
“Sorry φίλε”, που δεν κατάλαβα ότι ντρεπόμουν για σένα επειδή είμαστε υπερβολικά ίδιοι.
“Sorry φίλε”, που δεν σε υπερασπίστηκα πιο πριν.
“Sorry φίλε”, μη το πάρεις στραβά δικαιούμαι αυτό το μπλουζ και φεύγω μετά!
————————————————————
Νίκος Βεντουράτος – Σόρρυ Φίλε {stereo edit}
————————————————————