Ο Θερβάντες, ο Δον Κιχώτης και η γέννηση του “τρελού” έρωτα

“…Εκείνος που κυκλοφόρησε ένα βιβλίο διέτρεξε ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο από τους αναγνώστες του…”
7 Οκτωβρίου του 1571, στον Κόλπο της Ναυπάκτου.
Η οθωμανική αυτοκρατορία αντιμετωπίζει την Ιερή Ένωση, που αποτελούνταν από χριστιανούς της νότιας Ευρώπης.
Ανάμεσα στους χριστιανούς πολεμιστές και ένας άσημος νεαρός Ισπανός, που εκείνη την ημέρα ψηνόταν στον πυρετό.
Έπασχε από ελονοσία και είχε συνέχεια παραισθήσεις, όμως ονειρευόταν ηρωικές μάχες και πολεμικά ανδραγαθήματα.
Παρά τα προβλήματα υγείας του, θα ριχτεί στη μάχη και θα πολεμήσει ηρωικά!
Θα δεχτεί 3 σφαίρες.
Δύο σφαίρες στο στήθος και άλλη μία στο αριστερό του χέρι, το οποίο έμεινε παράλυτο μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η ναυμαχία έληξε τελικά με θρίαμβο των Ευρωπαίων αλλά και τον νεαρό να αποκτά από τότε το παρατσούκλι “ο κουλοχέρης της Ναυπάκτου”.
Το όνομα του νεαρού Ισπανού, Μιγκέλ Ντε Θερβάντες Σααβέδρα.
“…Μην αγαπάς αυτό που είσαι, αλλά αυτό που μπορείς να γίνεις…”
Ο Θερβάντες γεννήθηκε πιθανότατα στις 29 Σεπτεμβρίου του 1547.
Σε ηλικία 22 χρόνων, το 1569 θα δημοσιεύσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, η οποία θα περάσει απαρατήρητη.
Λίγο μετά, το 1571 ταξιδεύει για την Ιταλία.
Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι ο κυριότερος λόγος που έφυγε για την Ιταλία ήταν η εμπλοκή του σε καβγά που είχε ως συνέπεια τον σοβαρό τραυματισμό ενός ανθρώπου.
Δυο χρόνια μετά ο Μουσουλμανικός και ο Χριστιανικός κόσμος συγκρούονται και η μάχη είναι σκληρή και αδυσώπητη.
Ο Θερβάντες αποφασίζει να πάρει μέρος και θέλει να επιδείξει ανδρεία και γενναιότητα!
Το 1575 θα πιαστεί αιχμάλωτος από Μαυριτανούς πειρατές και θα παραμείνει φυλακισμένος για 5 ολόκληρα χρόνια.
Τελικά πέτυχε να απελευθερωθεί και το 1580, περίπου 10 χρόνια μετά την αρχική του φυγή, θα γυρίσει στην Ισπανία όπου και θα γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα που έχει τον τίτλο “Γαλάτεια”.
Το βιβλίο βάζει τον Θερβάντες στους λογοτεχνικούς κύκλους της χώρας του, υπογράφει συμβόλαιο συνεργασίας με θεατρικό επιχειρηματία και καταφέρνει να γράψει περισσότερα από 20 θεατρικά έργα, ανάμεσά τους και το «Η σύγχυση», που ο Θερβάντες θεωρεί ως το κορυφαίο.
Όμως το θέατρο δεν ήταν τελικά το πεδίο στο οποίο έμελλε να μεγαλουργήσει. Κανένα έργο του δεν γνωρίζει σπουδαία αποδοχή και ο ίδιος φαίνεται να το εγκαταλείπει περίπου 15 χρόνια μετά.
Καταφέρνει να διοριστεί ως υπεύθυνος εφοδιασμού του Ισπανικού ναυτικού, αλλά κατηγορείται για καταχρήσεις και φυλακίζεται.
Βγαίνει από την φυλακή και εργάζεται ως φοροεισπράκτορας, όμως κάποια “λογιστικά λάθη” αλλά και επειδή κράτησε για εκείνον μεγάλο μέρος του σιταριού της Σεβίλλης θα τον οδηγήσουν και πάλι στη φυλακή.
Ο Θερβάντες φαίνεται ότι στον ελεύθερο χρόνο που είχε στην φυλακή, ξεκίνησε να γράφει ένα μυθιστόρημα.
Θα αποφυλακιστεί οριστικά το 1598 και 7 χρόνια μετά το 1605 εκδίδεται το πρώτο μέρος από το μυθιστόρημά του “Δον Κιχώτης”
Οι πρώτες γραμμές μιας διαδρομής που μόλις ξεκινούσε:
“…Σ’ ένα χωριό της Μάντσας, που τ’ όνομά του δεν έχω όρεξη να θυμηθώ, εδώ και όχι πολύ καιρό ζούσε ένας ιδαλγός από κείνους που έχουν κοντάρι στην κονταροθήκη, ένα παμπάλαιο σκουτάρι, ένα κοκαλιάρικο παλιάλογο κι ένα γρήγορο κυνηγόσκυλο…”
Το βιβλίο σημειώνει αμέσως τεράστια επιτυχία, όμως ο Θερβάντες είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του βιβλίου και έτσι συνεχίζει παρά την αναγνωρισιμότητα να έχει οικονομικά προβλήματα.
Το 1615 ο Θερβάντες εκδίδει το δεύτερο μέρος του «Δον Κιχώτη», αλλά θα πεθάνει ένα χρόνο αργότερα στις 22 Απριλίου 1616, μάλλον από κίρρωση του ήπατος.
***Δον Κιχώτης
Ο Αλόνσο Κιχάδα, είναι ένας απλός αγρότης που διαβάζει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό.
Μια μέρα πιστεύοντας ότι και ο ίδιος είναι ιππότης παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης και ξεκινάει να περιδιαβαίνει την Ισπανία αναζητώντας περιπέτειες που θα τον καταξιώσουν.
Μαζί του ένα κοκαλιάρικο άλογο, που του δίνει το όνομα Ροσινάντε και ο πιστός σύντροφος του Σάντσο Πάντσα, που ήταν αρχικά γείτονας του και πείστηκε να τον ακολουθήσει ελπίζοντας ως αντάλλαγμα σε μερίδιο από ένα νησί!
Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσά του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών!
Ο ιππότης Δον Κιχώτης σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου επιχειρεί ανδραγαθήματα για να φανεί αντάξιος του ερωτά του για την Δουλτσινέα που όλα αυτά τα αγνοεί εντελώς.
Φυσικά ο Δον Κιχώτης αποτυγχάνει πάντα, αλλά με πείσμα προσπαθεί ξανά και ξανά.
Ένας ήρωας με την καρδιά και την ψυχή ενός παιδιού και όλα τα “ιπποτικά ιδανικά”.
Aφελής κι ονειροπόλος σε βαθμό να φαντάζεται ανύπαρκτους κινδύνους, αλλά και αμετανόητα ρομαντικός και ασυμβίβαστος.
Για την αξία του βιβλίου και τον τρόπο που επηρέασε τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό έχουν γραφτεί πάρα πολλά, το ίδιο και για τον Θερβάντες που είναι ο παππούς κάθε μυθιστοριογράφου, θα προσθέσω μόνο την γεύση που άφησε σε μένα αυτό το τεράστιο βιβλίο:
Διαβάζοντας τον “Δον Κιχώτη” έζησα την απόλυτη και απότομη αλλαγή από την κωμωδία στο δράμα και πάλι πίσω.
Μια διαδρομή από το γέλιο στο δάκρυ, μια διαδρομή συνυφασμένη με το πιο ανθρώπινο χαρακτηριστικό, γιατί ακόμα και το πιο έντονο μας συναίσθημα δεν κρατάει για πάντα.
Σε πολλά κείμενά μου θα βρεις και μια σύνδεση του πως αντιλαμβανόμαστε τον έρωτα με το τεράστιο αυτό μυθιστόρημα και πως με την βοήθεια του συλλογικού ασυνειδήτου φτάνει ως τις μέρες μας ακόμα και αν δεν έχεις διαβάσει καμία γραμμή του βιβλίου.
Ο παράξενος αυτός ιππότης με την παλιά μεταλλική πολεμική στολή κυνηγώντας ανεμόμυλους δικαιώνει σήμερα κάθε τρέλα που θα γίνει στο όνομα του έρωτα.
“…Πήραν το δρόμο τους κουβεντιάζοντας, όταν είδαν στον κάμπο καμιά τριάντα με σαράντα ανεμόμυλους. Ο Δον Κιχώτης, μόλις τους αντίκρισε, είπε στον ιπποκόμο του:
– Η τύχη οδηγεί τα βήματά μας. Βλέπεις εκεί φίλε μου Σάντσο Πάνσα, τριάντα, ίσως και λιγότερους, τεράστιους γίγαντες που ενάντια τους θα πολεμήσω και θα τους πάρω τη ζωή;
– Μα ποιους γίγαντες; είπε ο Σάντσο.
– Εκείνους εκεί κάτω, δεν βλέπεις; απάντησε ο αφέντης του, , μερικοί μάλιστα έχουν χέρια μακριά ίσαμε δυο λεύγες
– Κοιτάξτε αφέντη μου, – παρατήρησε ο Σάντσο – εκείνα εκεί κάτω που φαίνονται έτσι δεν είναι γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι, και αυτά που μοιάζουν με χέρια είναι τα φτερά του που, καθώς ο άνεμος τα γυρίζει, κάνουν τη μυλόπετρα να αλέθει.
– Πώς φαίνεται ότι δεν έχεις ιδέα από περιπέτειες! Αυτοί εκεί είναι γίγαντες και, αν φοβάσαι, πήγαινε στην άκρη να προσευχηθείς, όσο θα δίνω την άνιση μάχη ενάντια τους.
Και με αυτά τα λόγια, σπιρούνιασε το Ροσινάντη χωρίς να δίνει σημασία στις φωνές του ιπποκόμου. Ήταν τόσο πεισμένος ότι οι ανεμόμυλοι ήταν γίγαντες, που δεν το κατάλαβε ούτε καν, όταν τους πλησίασε. Στο μεταξύ, τους φώναζε:
-Μη φεύγετε δειλά και άνανδρα πλάσματα, ένας και μόνο ιππότης σάς επιτίθεται!
Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε αέρας, τα μεγάλα φτερά των ανεμόμυλων άρχισαν να κινούνται και βλέποντάς το αυτό ο Δον Κιχώτης είπε:
– Ε λοιπόν, και περισσότερα από το Βριάρεω χέρια να κινήστε, θα το πληρώστε!
Και με αυτά τα λόγια, πιστεύοντας πως η κυρά του η Δουλσινέα, όπως την είχε ικετεύσει, θα του συμπαραστεκόταν σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή, καλύφθηκε καλά με την ολοστρόγγυλη λεπτή του ασπίδα, κατέβασε οριζόντια τη λόγχη, κάλπασε με όλη του τη φόρα και όρμησε με δύναμη πάνω στον πρώτο ανεμόμυλο που βρέθηκε μπροστά του…”
Πηγές: ispania.gr, mixanitouxronou.gr, el.wikipedia.org