Στον Μαξ Μπροντ οφείλουμε την αναγνώριση του έργου του Κάφκα, την παγκόσμια επιτυχία του μυθιστορήματος «Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ» του Γιάροσλαβ Χάσεκ και την καθιέρωση του Λέων Γιανάτσεκ ως έναν από τους κορυφαίους συνθέτες της όπερας.
Ας ξεκινήσουμε με έναν ετυμολογικό διαχωρισμό:
“…Η “ανακάλυψη¨αφορά ένα φαινόμενο, ένα νόμο, ένα ον που ήδη υπάρχει, αλλά δεν έχει παρατηρηθεί. Ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική, η Αμερική υπήρχε πριν από αυτόν. Αντίθετα ο Φραγκλίνος επινόησε το αλεξικέραυνο: πριν από αυτόν δεν υπήρχε ποτέ το αλεξικέραυνο…”.
Η παγκόσμια λογοτεχνία έχει μια σειρά από παραδείγματα συγγραφέων που πέθαναν άσημοι και αναγνωρίστηκαν μετά τον θάνατό τους. Τα παραδείγματα που θα μπορούσα να αναφέρω είναι δεκάδες, όμως θα περιοριστώ σε 4.
Ο Ρεμπώ πέθανε μόνος και άσημος και στην κηδεία του παραβρέθηκαν μόνο η μητέρα του και η αδερφή του, το ίδιο και ο Καρλ Μαρξ που όσο ζούσε είχε πουλήσει μόνο 2000 αντίτυπα από το “Κεφάλαιο”.
Ο Μπροχ πέθανε ξεχασμένος από όλους στην Αμερική και ο Κάφκα άσημος και με την κατάσταση της υγείας του να τον εμποδίζει να ολοκληρώσει τα έργα του.
Οι 4 αυτές περιπτώσεις έχουν μια διαφορά μεταξύ τους. Στην περίπτωση του Ρεμπώ και του Μπροχ η αναγνώριση ήρθε σταδιακά μέσα από το έργο που είχαν δημοσιεύσει όσο ζούσαν.
Ο Μαρξ όμως δεν θα είχε γίνει γνωστός αν δεν είχε αφιερώσει την ζωή του σε αυτό ο Ένγκελς και αντίστοιχα δεν θα γνωρίζαμε τίποτε για τον Κάφκα αν δεν υπήρχε ο Μαξ Μπροντ.
Ας πάρουμε λοιπόν τώρα τα πράγματα από την αρχή.
Ο Μπροντ γεννήθηκε το 1884, στη σημερινή Τσεχία. Σπούδασε στο Γερμανικό Πανεπιστήμιο Φερνδινάνδος Κάρολος της Πράγας όπου το 1902 γνώρισε και συνδέθηκε με δυνατή φιλία με τον Φραντς Κάφκα.
Περίπου 20 χρόνια μετά ο Κάφκα είναι σε άσχημη κατάσταση, φτωχός, άσημος, με πολλά μυθιστορήματα ανολοκλήρωτα και την υγεία του να γίνεται όλο και χειρότερη.
Αν και η διάγνωση των Ιατρών της εποχής ήταν ότι παρουσίαζε ένα πρόβλημα στους πνεύμονες, ο ίδιος ήταν πεπεισμένος πως έπασχε από φυματίωση.
Σχετικά Κείμενα
Έχει πάρει αναρρωτική άδεια από την δουλειά του, σαν ασφαλιστής και παρατείνει συνεχώς την παραμονή του σε σανατόριο στη Σλοβακία. Περνά όμως τον περισσότερο χρόνο στο κρεβάτι, χωρίς να είναι σε θέση να γράψει.
Ο Μπροντ θεωρείται σχετικά επιτυχημένος συγγραφέας εκείνη την περίοδο μιας και είχε εκδώσει ήδη 6 βιβλία.
Λίγο πριν πεθάνει ο Κάφκα θα στείλει ένα σημείωμα στον Μπροντ, στο οποίο, του ζητούσε να αναλάβει την καταστροφή όλων των χειρογράφων του, αμέσως μετά το θάνατό του.
Ο Μπροντ όχι μόνο δεν ικανοποίησε το αίτημα του φίλου του αλλά ανέλαβε πρωτοβουλία και χάρη σε αυτόν εκδόθηκαν τα ημιτελή μυθιστορήματα του Κάφκα, Ο Πύργος, Η Δίκη και Αμερική.
“Η Δίκη” θεωρείται σήμερα από πολλούς λογοτέχνες ως το σημαντικότερο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα.
Λίγο μετά τον θάνατο του Κάφκα (3 Ιουνίου του 1924) ο Μπροντ θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και στην έκδοση ενός ακόμα ημιτελούς σατιρικού διηγήματος.
“Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ” του Γιάροσλαβ Χάσεκ είχε μείνει ανολοκλήρωτος μιας και ο Χάσεκ πέθανε πριν προλάβει να τελειώσει το 4ο μέρος από τα συνολικά 6 που σκόπευε να γράψει.
Ο Μπροντ θα ασχοληθεί να το εκδώσει και αυτό, ο Γιόζεφ Λάντα θα αναλάβει την εικονογράφηση και έτσι θα “γεννηθεί” ένα από τα πιο γνωστά αντιπολεμικά έργα παγκοσμίως.
Επίσης την ίδια περίοδο θα εκδοθεί η βιογραφία του Λέος Γιάνατσεκ. από τον Μαξ Μπροντ.
Οι δυο άντρες είχαν γνωριστεί και συνδεθεί φιλικά από το 1916. Η Βιογραφία του Μροντ θα εκτινάξει και την καριέρα του 70χρόνου Γιάνατσεκ και θα την απογειώσει! Σήμερα θεωρείται από τους σημαντικότερους συνθέτες στον κόσμο.
Ο Μπροντ θα πεθάνει στις 20 Δεκεμβρίου του 1968, ζώντας τα τελευταία 30 χρόνια στην Παλαιστίνη και έχοντας εκδώσει συνολικά 21 βιβλία. Δεν πέρασε στην “αθανασία” χάρη στο συγγραφικό ταλέντο του, αλλά από αυτό του φίλου του Φραντς Κάφκα.
Θα κλείσω το κείμενο με ένα απόσπασμα από την Δίκη, έγραψα λίγο πιο πάνω ότι θα βρείτε πολλούς λογοτέχνες που το θεωρούν ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, ένας από αυτούς είμαι και εγώ:
“…Κάποιος πρέπει να είχε συκοφαντήσει τον Τζόζεφ Κ., γιατί ένα πρωί, χωρίς να έχει κάνει τίποτα απολύτως, συνελήφθη…” (η πρώτη φράση από τη «Δίκη»)