Ο Edvard Munch ήταν Νορβηγός ζωγράφος. Γεννήθηκε το 1863 και πέθανε το 1944.
Το πιο διάσημο έργο του είναι “Η Κραυγή”.
Η “κραυγή” δεν είναι ένας πίνακας, αλλά αποτελεί μία σειρά από πέντε ζωγραφικούς πίνακες, που η πρώτης της εκδοχή δημιουργήθηκε το 1893.
Το Μουσείο Munch έχει μία από τις δύο ζωγραφικές εκδοχές και ένα παστέλ.
Η Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας έχει την άλλη ζωγραφική εκδοχή. Σε αυτή υπάρχει στο δεξί χέρι της αγωνιούσας μορφής ένα λευκό σημάδι. Οι ειδικοί μέχρι πρόσφατα θεωρούσαν ότι αυτό το σημάδι είναι μια κουτσουλιά. Νέα έρευνα έρχεται να ανατρέψει αυτή την εκτίμηση και υποστηρίζει πως η μουτζούρα πολύ πιθανόν να έγινε από σταγόνες κεριού.
Μια τέταρτη εκδοχή σε παστέλ ήταν στην ιδιοκτησία του Νορβηγού δισεκατομμυριούχου Petter Olsen, την οποία το 2012 πούλησε στον πλειοδότη Leon Black σε δημοπρασία, κερδίζοντας 119 εκατομμύρια δολάρια, γεγονός που κατέταξε τον πίνακα στον τέταρτο ακριβότερο που έχει πουληθεί στον κόσμο.
Ο Munch δημιούργησε, επίσης, μια λιθογραφία της εικόνας.
Το τοπίο στο υπόβαθρο του πίνακα είναι το Οσλοφγιόρντ της Νορβηγίας, όπως αυτό φαίνεται από έναν κοντινό λόφο.
Ο αρχικός Γερμανικός τίτλος που δόθηκε στον πίνακα από τον ίδιο τον Edvard Munch ήταν:
Σχετικά Κείμενα
“Der Schrei der Natur”, δηλαδή “Η Κραυγή της Φύσης”.
Σε μια σελίδα στο ημερολόγιό του, ο Edvard Munch περιγράφει την έμπνευσή του για τον αρχικό πίνακα:
“…Περπατούσα σ’ ένα μονοπάτι με δυο φίλους – ο ήλιος έπεφτε – ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα – σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη – αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιόρδ και την πόλη – οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία – κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση…”
Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Munch αρχίζει να έχει έντονες παραισθήσεις και μανία καταδίωξης.
Το 1908 τελικά θα εισαχθεί σε κλινική για οκτώ μήνες, όπου υποβάλλεται σε δίαιτα και “ηλέκτριση” (μία τότε μοντέρνα θεραπεία για τα νευρικά συμπτώματα, που δεν πρέπει να συγχέεται με το ηλεκτροσόκ).
Στη δεκαετία του ’30, οι Ναζί θεώρησαν τα έργα του “εκφυλισμένη τέχνη” και αφαίρεσαν τη δουλειά του από τα γερμανικά μουσεία.
Ο Munch πληγώθηκε βαθιά, απομονώθηκε και έχτισε ένα σπίτι σε ένα κτήμα στο Όσλο, όπου και πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του.
Εκεί ο Munch εργάζεται ακατάπαυστα απομονωμένος από όλους, αποκαλεί τους πίνακές του “παιδιά του” και ζει χωρίς την παραμικρή διάθεση να αποχωριστεί ή να εκθέσει τα έργα του.
Όταν πέθανε τελικά το 1944, οι αρχές ανακάλυψαν μια συλλογή του από
1.008 έργα ζωγραφικής,
4.443 σχέδια
και 15.391 εκτυπώσεις,
καθώς και ξυλογραφίες, λιθογραφίες, ξυλόγλυπτα, χαλκογραφίες και φωτογραφίες.
“…Disease, insanity, and death were the angels that attended my cradle, and since then have followed me throughout my life….”
“…Αρρώστια, τρέλα και θάνατος ήταν οι σκοτεινοί φύλακες άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου και με συντρόφεψαν όλη μου τη ζωή…” – Edvard Munch