Η πρώτη ποιητική απόπειρα του Νίκου Καββαδία έγινε το 1933, όταν εκείνος σε ηλικία μόλις 23 χρόνων κυκλοφόρησε με δικά του έξοδα σε μόλις 245 αντίτυπα την πρώτη από τις δύο ποιητικές συλλογές που εξέδωσε όσο ζούσε, με τίτλο “Μαραμπού”.
Θα περάσουν άλλα 14 πολυτάραχα για τον ποιητή χρόνια, για να καταφέρει να εκδώσει την δεύτερη ποιητική συλλογή του, με τίτλο “Πούσι”. Θα πεθάνει στα 65 του χρόνια, το 1975, στην Αθήνα, ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, αφού έζησε ταξιδεύοντας σε πλοία για περισσότερα από 45 χρόνια.
Την ίδια χρονιά και λίγο μετά τον θάνατό του θα κυκλοφορήσει και μια τρίτη ποιητική συλλογή με τίτλο “Τραβέρσο” και θα γίνει τραγούδι ένα ποίημά του από τον Γιάννη Σπανό. Το τραγούδι θα έχει τον τίτλο Mal du depart ( ή αλλιώς ” Ιδανικός κι ανάξιος εραστής”) και το οποίο θα ερμηνεύσει ο Κώστας Καράλης.
Το 1979 ο Θάνος Μικρούτσικος κυκλοφορεί τον ”Σταυρός του Νότου” που περιέχει 11 ποιήματα του Καββαδία και ο δίσκος γίνεται ένας από τους σημαντικότερους της Ελληνικής δισκογραφίας και ο πιο εμπορικός ως σήμερα.
Ο αστικός μύθος αναφέρει για την έκδοση του δίσκου, ότι η δισκογραφική εταιρία του Μικρούτσικου ήταν αρχικά αρνητική και ότι ο Θάνος τα κατάφερε αφού το ζήτησε σαν χάρη από τον διευθυντή της με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις!
Στον “Σταυρό του Νότου”, όταν φτάσεις στο τέταρτο τραγούδι θα ακούσεις το “Ένα Μαχαίρι” από την φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
Ας θυμηθούμε λίγο τους στίχους:
“…Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
– όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες-
που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδελφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο·
χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μι’ άγκυρα κ’ ένα οικόσημο έχει,
είν’ αλαφρύ, για πιάσε το· δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις».
-Πόσο έχει; Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρτο.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το ’καμα δικό μου·
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου…”
***Το μαχαίρι και ο Λόρκα
Το μαχαίρι είναι ένα αντικείμενο που παίζει ξεχωριστό ρόλο στα έργα του Λόρκα που ήταν ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς του Καββαδία. Το “Ένα μαχαίρι” το έγραψε ο ποιητής νέος και θα το συναντήσεις στην πρώτη ποιητική συλλογή του “Μαραμπού”, ενώ στην δεύτερη συλλογή του “Πούσι” θα γράψει ποίημα που θα το ονομάσει “Federico Garcia Lorca” το οποίο αργότερα θα τραγουδήσει ο Γιάννης Κούτρας μελοποιημένο και αυτό από τον Θάνο Μικρούτσικο.
Πριν περάσουμε στην ανάλυση της ιστορίας να αναφέρω μόνο ότι για τον Λόρκα το μαχαίρι σαν αντικείμενο συμβολίζει τη θυσία και σε αυτό αποδίδει τη σημασία που είχε στις αρχαϊκές θρησκείες: Οργή, Θάνατο και Εκδίκηση.
Η ιστορία τώρα που μας αφηγείται ο ποιητής είναι ο τρόπος που ο ίδιος απέκτησε ένα μαχαίρι από έναν παλαιοπώλη στην Αλγερία.
Το μαχαίρι αυτό όμως δεν είναι απλά ένα διακοσμητικό αντικείμενο, αλλά κάθε ένας από τους κατόχους του, με βίαιο τρόπο έχει αφαιρέσει την ζωή από κάποιον.
Η διαδρομή της ιστορίας του μαχαιριού ξεκινάει από έναν επιφανή αριστοκράτη τον Δον Μπαζίλιο και στη συνέχεια αλλάζει συνεχώς χέρια για να ξεπέσει στο τέλος σε έναν ανώνυμο ναύτη Ιταλό πριν καταλήξει να το πάρει ο ποιητής μας.
Ο θάνατος από το “Μαχαίρι” στο συγκεκριμένο ποίημα περισσότερο ακόμα από το τέλος ενός κύκλου ζωής, είναι η αστοχία της ίδιας της ζωής.
Ο προβληματισμός του ποιητή λοιπόν είναι εύλογος στο τέλος, μιας και έμμεσα ομολογεί στον εαυτό του την ίδια με τους προηγούμενους κατόχους του μαχαιριού “αστοχία ζωής” και ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ότι δεν έχει κάποιο αγαπημένο πρόσωπο να σκοτώσει:
Φοβάται λοιπό ότι το κάρμα του μαχαιριού θα τον οδηγήσει στην αυτοκτονία:
“…κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου…”
Ο Νίκος Καββαδίας εκτός από τον Λόρκα και το διάβασμα αγαπούσε πολύ την ζωγραφική και λέγεται ότι είχε αδυναμία στον Τουλούζ-Λωτρέκ και ότι στην καμπίνα του είχε κρεμασμένους τρεις πίνακες του.
Και αν το παραπάνω δεν είναι επιβεβαιωμένο και αποτελεί αστικό μύθο που μπορεί και να συνδέεται με το κοινό πάθος που είχαν οι δυο καλλιτέχνες για τους οίκους ανοχής, αναμφισβήτητα όμως αγαπούσε τον Φρανθίσκο Γκόγια και σε μια παλιά ελαιογραφία του αναφέρεται και στην συνάντησή του με τον παλαιοπώλη μέσα στο “Μαχαίρι”.
***Ένας γέρος παλαιοπώλης που έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του Γκόγια
Σχετικά Κείμενα
“…Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του Γκόγια…”
Ο πίνακας στον οποίο πρέπει να αναφέρεται ο Καββαδίας, είναι ένας μικρός σε διαστάσεις πίνακας σε λάδι και καμβά και ονομάζεται “Ο Άγιος Πέτρος μετανοών”.
Ο Φρανθίσκο Γκόγια ζωγράφισε τον συγκεκριμένο πίνακα το 1823 λίγο μετά την αναχώρηση του από την Ισπανία και απεικονίζει τον Απόστολο Πέτρο να προσεύχεται αφού έχει συνειδητοποιήσει ότι απαρνήθηκε τον Χριστό 3 φορές ακριβώς όπως εκείνος το είχε προβλέψει.
Στον πίνακα αν και σαν τεχνοτροπία είναι κοντά στους Μαύρους Πίνακες που ζωγράφιζε τότε ο Γκόγια, βγαίνει έντονα και ένα θρησκευτικό συναίσθημα.
Ακόμα αξίζει κανείς να εστιάσει σε έναν συμβολισμό που υπάρχει και που ο Γκόγια απλά αγαπούσε να συμπεριλαμβάνει στην τεχνοτροπία του.
Αυτός είναι τα δύο κλειδιά που διακρίνονται πάνω σε μια πέτρα και είναι μια παραβολική απεικόνιση της παράδοσης από τον Χριστό στον Πέτρο των κλειδιών της βασιλείας των ουρανών.
Θυμίζω την χαρακτηριστική φράση του Χριστού σε ελεύθερη μετάφραση από την Αγία Γραφή:
“…Εσύ είσαι ο Πέτρος, και επάνω σ’ αυτή την πέτρα θα κτίσω την εκκλησία μου όπου και οι πύλες του Άδη δεν θα υπερισχύσουν εναντίον της. Και θα σου δώσω τα κλειδιά τής βασιλείας των ουρανών· και ό,τι αν δέσεις επάνω στη γη, θα είναι δεμένο στους ουρανούς· και ό,τι αν λύσεις επάνω στη γη, θα είναι λυμένο στους ουρανούς…”
Το πάθος του για την ζωγραφική δεν σταμάταγε στον Γκόγια και ο ποιητής συχνά στα έργα του αναφέρεται και σε άλλους ζωγράφους.
Ενδεικτικά αναφέρω τους Marc Chagall και Georges-Pierre Seurat,
“..Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες του Chagall άλογα – τσίρκο του Seurat….” – ποίημα “Μαρέα”
και τον Modigliani στο ποίημα “Θεσσαλονίκη”
“…Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί…”
και τα δύο ποιήματα έχουν μελοποιηθεί και αυτά από τον Θάνο Μικρούτσικο.
***Ο Καββαδίας και ο Σεφέρης
Ο Νίκος Καββαδίας και ο Γιώργος Σεφέρης ανήκουν και οι δύο στην περίφημη γενιά των ποιητών του 30′, όπως και οι Οδυσσέας Ελύτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Νίκος Γκάτσος και άλλοι.
Ο Καββαδίας θαύμαζε τον Σεφέρη και μάλλον τον θεωρούσε φίλο του. Ο αστικός μύθος εδώ αναφέρει ότι συνήθιζε να λέει ότι ο “…Σεφέρης είναι φίλος μου δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος ότι είμαι και δικός του!…”
Θέλω να αναφέρω δύο περιστατικά που δεν είναι επιβεβαιωμένα αλλά έχουν περάσει και αυτά στη σφαίρα των αστικών μύθων ενδεικτικά ίσως της σχέσης των δύο ποιητών.
Το πρώτο κάνει λόγο για μια βραδιά στην οποία ποιητές της εποχής έχουν μαζευτεί στο σπίτι του Κατσίμπαλη (εκδότης, αδελφικός φίλος του Γιώργου Σεφέρη και το πρόσωπο από το οποίο εμπνεύστηκε τον “Κολοσσό του Μαρουσιού” ο Χένρι Μίλερ) και κατά τη διάρκεια της, ζητήθηκε από τον Καββαδία να διαβάσει κάποια από τα ποιήματά του. Εκείνος ζήτησε να πάει να φέρει κάποια χειρόγραφα που έχει στο σακάκι του, το φόρεσε και αποχώρησε, γιατί θεώρησε ότι τον ειρωνεύονταν…
Το δεύτερο περιστατικό είναι ακόμα πιο θολό μιας και υπάρχουν διαφορετικές μαρτυρίες τόσο για τον τόπο που διαδραματίστηκε όσο και για το χρονικό σημείο. Θα αναφέρω την μαρτυρία του Φίλιππου Φιλίππου που αναφέρει ότι οι δυο ποιητές συναντήθηκαν στην Μασσαλία, τον Ιούλιο του 1937.
Ο Σεφέρης έπρεπε να επισκεφθεί το ελληνικό προξενείο της πόλης και οι δυο ποιητές έχουν βρεθεί στο ίδιο αμάξι και κατευθύνονται προς τα εκεί. Ο Καββαδίας σκέφτηκε ότι η συγκεκριμένη διαδρομή ήταν μια καλή ευκαιρία να μυήσει τον Σεφέρη στα μυστικά της Μασσαλίας και είπε στον οδηγό να τους περάσει από την γειτονιά με τους οίκους ανοχής πρώτα. Όταν έφτασαν τον προσκάλεσε να μπουν σ’ ένα μπαρ για να του γνωρίσει μια πόρνη φίλη που είχε ο Καββαδίας εκεί την Εσμεράλδα.
Ο Σεφέρης εξοργίστηκε από την πρόταση και πρέπει να τον κατέβασε από το ταξί.
Μετά από αυτό το περιστατικό πάγωσαν οι σχέσεις τους και οι δυο ποιητές έκαναν χρόνια να μιλήσουν πάλι. Η συμφιλίωση τους έγινε όταν ο Καββαδίας έγραψε το ποίημα “Εσμεράλδα” που και αυτό μπήκε στο “Πούσι” και το αφιέρωσε: “Στον Γιώργο Σεφέρη”.
Θα κλείσω το κείμενό μου με μια μικρή παρατήρηση ότι και ο ίδιος όπως οι περισσότεροι “καταραμένοι ποιητές” που τόσο αγαπούσε να διαβάζει ουσιαστικά αναγνωρίστηκε μετά το θάνατό του.
Για την σημασία και το ρόλο όμως που έπαιξε η ποίησή του θα αφήσω έναν άλλον ποιητή να μιλήσει:
“…Η ποίηση του Καβαδία έχει την ίδια ποιότητα και πυκνότητα με την ποίηση του Καβάφη…” – Ντίνος Χριστιανόπουλος
————————————————————