Όταν έκλαψε ο Νίτσε ή αλλιώς η στιγμή που απομακρύνθηκε από την ανθρωπότητα

Το τελευταίο κεφάλαιο της “Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι” καλύπτεται ολόκληρο από τις τελευταίες στιγμές του Τόμας, της Τερέζας και του Καρένιν. Σε αυτό το τελευταίο μέρος, σε ένα ξέσπασμα ζωοφιλίας, ο Μίλαν Κούντερα ανυψώνει την αγάπη του ανθρώπου για τον σκύλο πάνω από την αγάπη που νιώθουμε για τον σύντροφο μας.
Αντιγράφω από την “Αβάσταχτη ελαφρότητας του είναι”:
“…Είναι μια άδολη αγάπη: η Τερέζα δεν θέλει τίποτα απ’ τον Καρένιν. Δεν αξιώνει ούτε καν την αγάπη. Δεν ρωτήθηκε ποτέ για πράγματα που βασανίζουν τα ανθρώπινα ζευγάρια: μ’ αγαπάει; αγάπησε κανέναν άλλον περισσότερο από μένα; μ αγαπάει περισσότερο απ’ όσο τον αγαπάω;
Όλες αυτές οι ερωτήσεις που θέτουν υπό αίρεση τον έρωτα, τον καταμετρούν, τον σφυγμομετρούν, τον εξετάζουν, μήπως δεν κινδυνεύουν να τον καταστρέψουν πριν γεννηθεί;
Αν είμαστε ανίκανοι ν’ αγαπήσουμε, τούτο μπορεί να συμβαίνει επειδή επιθυμούμε ν’ αγαπηθούμε, δηλαδή επειδή θέλουμε κάτι απ’ τον άλλο (τον έρωτα), αντί να τον πλησιάσουμε χωρίς αξιώσεις και να μην επιθυμούμε παρά την απλή του παρουσία και μόνο…”
“…η Τερέζα έχει δεχτεί τον Καρένιν έτσι όπως είναι, δεν προσπάθησε να
τον αλλάξει κατ’ εικόνα της, έχει εξαρχής αποδεχτεί το σκυλίσιο του σύμπαν, δεν θέλει να το επιτάξει, δεν ζηλεύει τα ορμέμφυτα μυστικά του..”
“…Και επίσης: η αγάπη της για το σκυλί είναι μια αγάπη εκούσια: κανένας δεν την υποχρέωσε σ’ αυτό…”
“… Κυρίως, όμως: κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να κάνει σ’ ένα άλλο την δωρεά του ειδυλλίου. Μόνο το ζώο μπορεί επειδή δεν το έδιωξαν απ’ τον παράδεισο. Η αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και στο σκύλο είναι ειδυλλιακή. Είναι μια αγάπη χωρίς συγκρούσεις, χωρίς σπαρακτικές σκηνές, χωρίς εξέλιξη…”
Θα αφήσουμε για λίγο τον Κούντερα και θα μεταφερθούμε αρκετά χρόνια πίσω.
Είναι Ιανουάριος του 1897, στο Τορίνο της Ιταλίας, κάνει κρύο που το συνοδεύει ένας ασυνήθιστα δυνατός αέρας.
Εκείνο το βράδυ ο Νίτσε αψηφώντας το τσουχτερό κρύο, αποφάσισε να μην κατέβει την Βία Κάρλο Αλμπέρτο όπως έκανε συνήθως αλλά να πάρει τον πιο μακρινό δρόμο που οδηγεί στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο από την Βία Τσέζαρε Μπαττίστι.
Περπατούσε σκυφτός και απορροφημένος στις σκέψεις του.
– Είμαι ο Διόνυσος! Μονολογούσε…
– Η μόνη σωτήρια δύναμη που αντισταθμίζει όλα όσα μας αναγκάζουν να αρνηθούμε τη ζωή είναι η διονυσιακή τέχνη. Είναι δύναμη, αντιχριστιανική και αντιμηδενιστική.
Λίγα μέτρα πιο κάτω μπαίνοντας πια στην πλατεία είχε μάλλον αλλάξει άποψη
– Είμαι “Ο Εσταυρωμένος”! Μπορούσες να τον ακούσεις σχεδόν να φωνάζει…
Λίγο μετά:
– Δεν μπορεί να υπάρχει Θεός διότι αν υπήρχε πιστεύω ότι εγώ θα ήμουν Αυτός.
Ο φιλόσοφος είχε φτάσει πια στο κέντρο της πλατείας και βρισκόταν κάτω από το μεγάλο ιππικό άγαλμα του Κάρλο Αλμπέρτο.
Ασυναίσθητα ο Νίτσε σήκωσε τα μάτια και άρχιζε να περιεργάζεται το άγαλμα. Σε αυτό ο μονάρχης Κάρλο Αλμπέρτο, κοιτάζει προς την είσοδο του ανακτόρου που ανήκε εδώ και πολλές γενιές στην οικογένειά του, ενώ κραδαίνει ένα σπαθί στον αέρα. Ο μονάρχης στέκει επιβλητικός πάνω στο άλογο του, που φαίνεται να χλιμιντρίζει περήφανο.
Από τις σκέψεις που είχε αρχίσει να κάνει ο Νίτσε παρατηρώντας το άγαλμα, τον έβγαλε ένα μάλλον ασυνήθιστο περιστατικό.
Ένας άνθρωπος χτύπαγε βάναυσα ένα άλογο που για άγνωστο λόγο είχε σταματήσει στο κέντρο της πλατείας και αρνιόταν να σύρει την άμαξα στο οποίο το είχαν δέσει.
Ο αμαξάς για να αναγκάσει το ζώο να μετακινηθεί είχε βγάλει το μαστίγιο του και ξεσπούσε με μανία πάνω του.
Ο Νίτσε σαν να ξύπνησε από λήθαργο πρόσεξε την σκηνή, σταμάτησε να περπατά και έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει το άλογο που αρνιόταν να προχωρήσει.
Ο φιλόσοφος σταμάτησε να μονολογεί και δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του.
Με μια γρήγορη κίνηση, έτρεξε προς το άλογο, το αγκάλιασε και με αναφιλητά του ζητούσε συγγνώμη!
Ο αμαξάς σαστισμένος σταμάτησε να χτυπά το ζώο και έμεινε να παρακολουθεί αμέτοχος την περίεργη αυτή σκηνή.
Στη συνέχεια ο Νίτσε σαν να επέστρεψε στις προηγούμενες σκέψεις του άρχισε πάλι να φωνάζει
– Είμαι “Ο Εσταυρωμένος”!
– Το γίγνεσθαι δεν έχει κανένα σκοπό!
– Ο Θεός είναι νεκρός!
– Εγώ είμαι “Ο Εσταυρωμένος”!
Στην πλατεία τελικά έφτασαν ύστερα από καταγγελίες για διατάραξη κοινής ησυχίας δύο αστυνομικοί που αναγκάστηκαν να συλλάβουν τον Νίτσε.
Μια εβδομάδα μετά, ο μεγάλος φιλόσοφος μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή».
Ας μείνουμε όμως με την εικόνα του Νίτσε που αγκαλιάζει το άλογο και ξεσπά σε λυγμούς και ας μεταφερθούμε πάλι ακόμα πιο πίσω.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Ρενέ Ντεκάρτ, που στα λατινικά ονομαζόταν Renatus Cartesius και στην Ελλάδα έγινε γνωστός ως Καρτέσιος, θα βάλει τις βάσεις σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα ορθολογιστική φιλοσοφία.
Ο Καρτέσιος βασίστηκε στο ότι
“…Η αμφισβήτηση των πάντων συνεπαγόταν ότι τίποτε δεν ήταν δεδομένο…”
Για να καταλήξει στο περίφημο
“…Cogito, ergo sum…”
“…Αμφιβάλλω άρα σκέφτομαι, σκέφτομαι άρα υπάρχω…”
Ο Καρτέσιος επίσης έδωσε μια μηχανιστική ερμηνεία του ζωικού βασιλείου μιας και αρνείται κατηγορηματικά ότι τα ζώα έχουν ψυχή.
“…Ο άνθρωπος είναι ο ιδιοκτήτης και ο κύριος, ενώ το ζώο, λέει ο Καρτέσιος, δεν είναι παρά ένα αυτόματο, μια «machina animate»
Όταν ένα ζώο βογγάει, αυτό δεν είναι ένα παράπονο, δεν είναι παρά οι τριγμοί μιας μηχανής που λειτουργεί άσχημα. Όταν τρίζει η ρόδα ενός καροτσιού, αυτό δεν σημαίνει ότι το καρότσι πονάει, αλλά ότι δεν είναι λαδωμένο.
Έτσι πρέπει να εξηγεί κανείς τα παράπονα του ζώου και δεν χρειάζεται να διαμαρτύρεται πάνω από ένα σκυλί που το κομματιάζουν ζωντανό μέσα σ’ ένα εργαστήριο….”
Η μηχανιστική ερμηνεία του ζωικού βασιλείου του Καρτέσιου έχει επιλεκτικά επικρατήσει δυστυχώς ως και σήμερα.
Ο δυτικός πολιτισμός αγαπάει και προστατεύει αρκετά είδη ζώων θεωρώντας ότι αυτά έχουν ψυχή (όπως τους σκύλους και τις γάτες) και φέρεται σαν να είναι «machina animate» σε μια σειρά από άλλα ζώα, όπως τα κοτόπουλα (ενδεικτικά θα αναφέρω μόνο ότι 50 δισεκατομμύρια κοτόπουλα σφάζονται κάθε χρόνο ενώ έχουν ζήσει για λίγες εβδομάδες μόνο και κάτω από άθλιες συνθήκες), τα γουρούνια, οι αγελάδες και τα ψάρια.
Για τον αμαξά της ιστορίας που διαδραματίζεται περίπου 300 χρόνια μετά τις θεωρίες του Καρτέσιου, το άλογο δεν είναι παρά μια «machina animate», που για κάποιο λόγο δεν “λειτουργεί” πια σωστά.
Για τον Νίτσε όμως είναι ένα ζώο με ψυχή. Ο φιλόσοφος γνωρίζει όμως πολύ καλά ότι η ανθρωπότητα (έστω με επιλεκτικές εξαιρέσεις) τελικά δυστυχώς δικαίωσε τον Καρτέσιο. (Ο καθηγητής Γιουβάλ Νώε Χαράρι στο εκπληκτικό βιβλίο του “Μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου” χαρακτηρίζει τον homo sapiens ως οικολογικό serial killer!)
Ας γυρίσουμε και πάλι στην εικόνα του Νίτσε να αγκαλιάζει το άλογο και να ξεσπά σε λυγμούς.
“…Ο Νίτσε πήγε να ζητήσει από το άλογο συγγνώμη για λογαριασμό του Καρτέσιου. Η τρέλα του (δηλαδή, το διαζύγιό του με την ανθρωπότητα) αρχίζει από τη στιγμή που κλαίει πάνω στο άλογο…”
Από την κλινική ο Νίτσε θα βγει τελικά μερικούς μήνες αργότερα, στις 24 Μαρτίου 1890. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία σε ηλικία 55 ετών.
Ας κλείσουμε αυτό το κείμενο όπως ακριβώς το ξεκινήσαμε.
Αντιγράφω και πάλι από την “Αβάσταχτη ελαφρότητας του είναι”:
“…Η αληθινή καλοσύνη του ανθρώπου δεν μπορεί να φανερωθεί με απόλυτη καθαρότητα και απόλυτη ελευθερία παρά μόνον απέναντι σ’ αυτούς που δεν εκφράζουν καμιά δύναμη.
Η πραγματική ηθική δοκιμασία της ανθρωπότητας (η πιο ριζική, που είναι τοποθετημένη τόσο βαθιά ώστε να ξεφεύγει απ’ το βλέμμα μας), είναι οι σχέσεις με αυτούς που είναι στο έλεός μας: τα ζώα.
Κι εδώ είναι που τοποθετείται η μεγαλύτερη αποτυχία του ανθρώπου, μια καταστροφή βασική από την οποία απορρέουν όλες οι υπόλοιπες…”
(Το περιστατικό του Νίτσε με το άλογο είναι βασισμένο σε έναν πολύ γνωστό αστικό μύθο που είχε κυκλοφορήσει γύρω από την τελευταία μέρα που ο φιλόσοφος είχε διαύγεια πνεύματος και αποτελεί προϊόν δικής μου μυθοπλασίας)