Ο Παίκτης, Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι

“…Μερικά πράγματα δεν μπορεί κανένας να τα κρίνει, αν δεν τα έχει δοκιμάσει μόνος του…”
Ο αστικός μύθος κάνει λόγο ότι ο μεγάλος λογοτεχνικός του αντίπαλος, Λέων Τολστόι, ξέσπασε σε δάκρυα όταν έμαθε για τον θάνατο του Ντοστογιέφσκι. Για τον Τολστόι έχει αναφερθεί επίσης ότι, όταν βρέθηκε νεκρός στον σιδηροδρομικό σταθμό Αστάποβο της Ρωσίας, είχε μαζί του ένα αντίτυπο των Αδερφών Καραμαζόφ.
Ο Αλμπέρ Καμύ τον χαρακτήρισε ως τον σπουδαιότερο προφήτη του 20ού αιώνα. Ο Φρίντριχ Νίτσε αναφερόταν στον Ντοστογιέφσκι ως τον μοναδικό ψυχολόγο από τον οποίο είχε να μάθει κάτι. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ κατέταξε τους αδερφούς Καραμαζόφ μεταξύ των τριών μεγαλύτερων έργων λογοτεχνίας όλων των εποχών. Και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν είχε πει πως : “…ο Ντοστογιέφσκι μου προσφέρει πολύ περισσότερα από οποιονδήποτε επιστήμονα…”.
Ο τεράστιος αυτός Ρώσος μυθιστοριογράφος γεννήθηκε το 1821. Σε ηλικία μόλις 23 χρόνων αποφασίζει να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Από το πρώτο του μυθιστόρημα, που ήταν “ο Φτωχόκοσμος”, που εκδόθηκε το 1846, κερδίζει αμέσως κοινό και κριτικούς.
Λίγα χρόνια μετά, το 1849, παραλίγο να εκτελεστεί, αφού βρέθηκε μπλεγμένος σε μια συνωμοσία για την ανατροπή του τσάρου Νικόλαου του Α’. Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά πήρε χάρη κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή για να περάσει τα επόμενα χρόνια στα κάτεργα της Σιβηρίας.
Το 1859 επέστρεψε στην Πετρούπολη, όπου, από ό,τι φαίνεται, ξεκίνησε να παίζει τυχερά παιγνίδια με μεγάλο πάθος.
Τα επόμενα 8 χρόνια ο Ντοστογιέφσκι καταξιώνεται όλο και περισσότερο λογοτεχνικά, αλλά βυθίζεται όλο και περισσότερα στο πάθος του τζόγου και στα χρέη.
Το 1866 λέγεται ότι κάτω από μεγάλη οικονομική πίεση ολοκλήρωσε το αριστουργηματικό “Έγκλημα και τιμωρία“, ώστε να πάρει μια προκαταβολή που είχε μεγάλη ανάγκη.
Τελικά θα αναγκαστεί να καταφύγει στη Γερμανία, προκειμένου να ξεφύγει από τους δανειστές του. Εκεί τα πράγματα θα εξελιχτούν ακόμα χειρότερα και θα καταφέρει να χάσει στον τζόγο εκτός από τα χρήματά του, ακόμα και τα δικαιώματα όλων των βιβλίων του!
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1863, γράφει στον αδελφό του:
“…Φίλε μου Μίσα, είμαι στο Βισμπάντεν, έφτιαξα ένα σύστημα παιχνιδιού, το εφάρμοσα στην πράξη και αμέσως κέρδισα 10.000 και αμέσως έχασα. Το απόγευμα επέστρεψα πάλι στο σύστημα και πάλι, με κάθε αυστηρότητα, δίχως κόπο, κέρδισα σε μικρό χρονικό διάστημα 3.000 φράγκα. Πες μου: έπειτα από αυτό πώς θα μπορούσα να μην πέσω με τα μούτρα, πώς θα μπορούσα να μην πιστέψω ότι ακολουθώντας αυστηρά το σύστημά μου έχω την ευτυχία μου στα χέρια μου; Χρειάζομαι χρήματα. Εδώ στ’ αστεία μόνο χάνονται δεκάδες χιλιάδες. Ναι, έφυγα με σκοπό να μας σώσω όλους, αλλά και τον εαυτό μου από τη συμφορά…”
Ο εκδοτικός οίκος με τον οποίο συνεργαζόταν, παρά τις αλλεπάλληλες εκδοτικές του επιτυχίες, αρνείται να του δώσει άλλα χρήματα χωρίς καινούργιο βιβλίο.
Ο Ντοστογιέφσκι αναγκάζεται να κλειστεί στο σπίτι του και να γράψει αυτό με το οποίο ασχολείται ούτως ή άλλως όλη μέρα.
Λέγεται ότι έχοντας επειγόντως ανάγκη από χρήματα, έγραψε τον Παίκτη μέσα σε είκοσι έξι ημέρες, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεπληρώσει τα χρέη του αλλά και να συνεχίσει να παίζει.
Μέσα στην επόμενη δεκαετία ο Ντοστογιέφσκι γράφει ακατάπαυστα! Αριστουργήματα όπως το “Έγκλημα και τιμωρία“, “Ο ηλίθιος“, “Ο αιώνιος σύζυγος“, “Οι δαιμονισμένοι“ και “Ο έφηβος“ θα γράφτουν εκείνη την περίοδο της ζωής του.
Δεν θα ήταν υπερβολική η εκτίμηση ότι ένα πολύ σοβαρό κίνητρο για να γράφει ο Ντοστογιέφσκι ήταν και για να βρίσκει χρήματα ώστε να συνεχίζει να παίζει!
Πέθανε αναγνωρισμένος λογοτεχνικά το 1881 στην Πετρούπολη, σε ηλικία 60 ετών, έχοντας ολοκληρώσει ένα χρόνο πριν το τελευταίο του μυθιστόρημα “Αδελφοί Καραμαζώφ”. Την κηδεία και την νεκρική ακολουθία παρακολούθησαν πάνω από σαράντα χιλιάδες άνθρωποι.
“…Μου φαίνεται πως το δεύτερο μισό της ζωής ενός ανθρώπου δεν αποτελείται από τίποτε άλλο παρά από τις συνήθειες που μάζεψε στο πρώτο μισό…”