Ο μύθος του Σίσυφου ή αλλιώς ο ευτυχισμένος θάνατος του Αλμπέρ Καμύ

¨…Αξίζει ναι ή όχι να τη ζήσεις αυτή τη ζωή; Και αν όχι, πώς θα διαχειριστείς την άρνηση;…”
Ο Σίσυφος υπήρξε σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία βασιλιάς στην Κόρινθο, που τότε ονομαζόταν Εφύρα.
Ο μύθος γύρω από το όνομά του θα ξεκινήσει όταν θα συμμαχήσει με τον θεό Ασωπό εναντίον του Δία με αντάλλαγμα μια πηγή με νερό που θα αναβλύζει ασταμάτητα για να ποτίζει την ξερή γη της Κορίνθου.
Γρήγορα όμως ο Δίας θα τον ανακαλύψει και θα τον στείλει στον Άδη. Ο Σίσυφος όμως ακόμα και στον Άδη θα καταφέρει να ξεγελάσει και να φυλακίσει τον Θάνατο.
Έτσι θα καταφέρει κάτι πρωτοφανές!
Ο Θάνατος αδυνατούσε πια να συλλέξει τα θύματα του και ο γη άρχισε σιγά σιγά να γεμίζει, αφού κανείς άνθρωπος δεν πέθαινε πια!
Οι θεοί θύμωσαν και αναστατώθηκαν! Ο θεός Άρης τελικά θα ελευθερώσει τον Θάνατο από τα δεσμά του και θα στείλει ξανά τον Σίσυφο στον Άδη.
Ο Σίσυφος όμως που περίμενε μια τέτοια αντίδραση από τους θεούς είχε ζητήσει από τη γυναίκα του, να μη θάψει το σώμα του.
Έτσι, όταν κατέβηκε ξανά στον Άδη, ζήτησε από την θεά Περσεφόνη να του δώσει τρεις μέρες περιθώριο για να επιστρέψει στη γη, ώστε να φροντίσει το ζήτημα της ταφής του.
Η Περσεφόνη δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, όμως αυτός ανέβηκε στη γη και δεν επέστρεψε όταν τέλειωσαν οι τρεις μέρες που είχε ζητήσει.
Οι Θεοί θύμωσαν ακόμα περισσότερο με τον Σίσυφο και αυτή τη φορά ήταν η σειρά του θεού Ερμή να τον κατεβάσει στον Άδη.
Εκεί ο Σίσυφος τιμωρήθηκε από τους “Κριτές των νεκρών” που του επέβαλλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει για πάντα έναν μεγάλο βράχο στην κορυφή ενός βουνού.
Φτάνοντας ο βράχος στην κορυφή ξανακυλούσε κάτω και ο Σίσυφος έπρεπε να τον ανεβάσει ξανά, εγκλωβισμένος αιώνια στην ίδια αυτή σκληρή δοκιμασία.
Ο Σίσυφος και ο μύθος γύρω από την ζωή και τις πράξεις του, αντιπροσωπεύουν τον μυθικό ήρωα που συγκρούστηκε με τους θεούς και εκείνοι του επέβαλλαν αιώνια τιμωρία.
Στην αρχή θέλησε μια καλύτερη ζωή για τους Κορίνθιους και να έχουν και αυτοί στην μέχρι τότε πολύ ξερή περιοχή τους νερό, δηλαδή θέλησε μια καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ανθρώπους που ζούσαν στο βασίλειο του. (Δεν είχε βλέψεις εγωιστικές παρά μόνο για το καλό του συνόλου, εκείνος ήταν Βασιλιάς και αισθανόταν ευθύνη για την ευημερία του λαού του!)
Στη συνέχεια θα επιδιώξει κάτι ακόμα πιο μεγάλο, να δώσει την δυνατότητα στους ανθρώπους να μην πεθαίνουν! Μια δυνατότητα που έχουν μόνο οι θεοί. Και πάλι ο Σίσυφος θα τιμωρηθεί σκληρά γιατί θέλησε να προσφέρει “αθανασία” σε όλους και ουσιαστικά να εξισώσει τους θεούς με τους ανθρώπους.
Στη συνέχεια ο Σίσυφος προβαίνει στην πρώτη πράξη που αφορά πια τον ίδιο και προσπαθεί να ξεγελάσει τους θεούς και να παρατείνει την ζωή του πάνω στη γη.
Η τιμωρία που θα του επιβληθεί τελικά είναι πολύ σκληρή. Ο Σίσυφος καταδικάζεται σε μια αιώνια εντελώς ανούσια πράξη, μια πράξη που δεν έχει κανέναν σκοπό, είναι εντελώς μάταιη και εντελώς παράλογη.
Χωρίς διακοπή είναι υποχρεωμένος να κουβαλά έναν βράχο στην κορυφή ενός βουνού και κάθε φορά είναι αναγκασμένος να παρακολουθεί τον βράχο να κατρακυλάει και πάλι προς τα κάτω λίγο πριν αυτός φτάσει στην κορυφή.
Ο Σίσυφος γίνεται έτσι ένας άνθρωπος καταδικασμένος να ζήσει σε μια σκληρή, επαναλαμβανόμενη χωρίς νόημα ρουτίνα.
Έτσι μέχρι και σήμερα γίνεται ένας ήρωας με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο δημόσιος υπάλληλος που περνά την ζωή του σε μια απρόσωπη υπηρεσία επαναλαμβάνοντας καθημερινά την ίδια ρουτίνα, ένας ήρωας με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί μια μητέρα που κάθε μέρα επαναλαμβάνει την ίδια ρουτίνα φροντίζοντας το σπίτι και την οικογένειά της, ένας ήρωας με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί ο κάθε σύγχρονος άνθρωπος που σπαταλάει την ζωή του εγκλωβισμένος μέσα στην “ίδια” μέρα.
Ο Αλμπέρ Καμύ στο δοκίμιο που έγραψε με τον τίτλο “Ο μύθος του Σίσυφου”, τον χαρακτηρίζει παράλογο ήρωα. Έναν ήρωα που έχει επίγνωση για την ματαιότητα των πράξεων του και παρόλα αυτά συνεχίζει να ζει και να υπάρχει μέσα σε αυτήν την σκληρή και χωρίς νόημα επαναλαμβανόμενη ρουτίνα
Όση προσπάθεια και να καταβάλει, με όποιο τρόπο και να σύρει τον βράχο στην κορυφή, ο Σίσυφος γνωρίζει ότι αυτός λίγο πριν φτάσει στη κορυφή θα ξανά κυλήσει προς τα κάτω. Αυτή η επίγνωση σύμφωνα με τον Καμύ είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο του μύθου.
Εξαιτίας αυτής της επίγνωσης ο Σίσυφος όταν κατεβαίνει το βουνό για να συναντήσει στους πρόποδες του και πάλι τον βράχο του μπορεί να είναι ευτυχισμένος.
Αντιγράφω από τον Καμύ:
“…Ο Σίσυφος τότε, κοιτάζει την πέτρα να κατηφορίζει σε μερικές στιγμές προς αυτόν το χαμηλό κόσμο απ’ όπου θα πρέπει να την ανεβάσει πάλι στην κορυφή. Ξανακατεβαίνει στην
πεδιάδα.
Όσο διαρκεί αυτή η επιστροφή, αυτή η παύση, ο Σίσυφος μ’ ενδιαφέρει.
Ένα πρόσωπο που βασανίζεται τόσο κοντά στις πέτρες είναι ήδη πέτρα. Βλέπω αυτό τον άνθρωπο να ξαναπηγαίνει, βαδίζοντας βαριά μα σταθερά, προς το ατέλειωτο μαρτύριο.
Αυτή η ώρα που είναι σα μια αναπνοή και ξανάρχεται το ίδιο σίγουρα με τη δυστυχία του, αυτή η ώρα, είναι η ώρα της συνείδησης.
Σε κάθε μια απ’ τις στιγμές της, από τότε που αφήνει την κορυφή και κατευθύνεται σιγά -σιγά προς τις τρώγλες των θεών, είναι υπέροχος μέσα στη μοίρα του. Είναι πιο δυνατός από το βράχο του.
Εάν αυτός ο μύθος είναι τραγικός, είναι γιατί ο ήρωας του έχει συνείδηση.
Πράγματι, που θα βρισκόταν ο πόνος του, εάν σε κάθε βήμα τον ενθάρρυνε η ελπίδα της επιτυχίας;
Ο σύγχρονος εργάτης όλες τις μέρες της ζωής του κάνει την ίδια δουλειά κι αυτή η μοίρα δεν είναι λιγότερο παράλογη. Αλλά δεν είναι τραγικός παρά στις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση.
Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, ήξερε όλη την έκταση της άθλιας ύπαρξής τους: είναι εκείνη που σκέφτεται όσο διαρκεί η κατάβαση του.
Η σύνεση με την οποία δέχεται το μαρτύριο του συμπληρώνει την ίδια στιγμή τη νίκη του.
Δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση.
Έτσι, αν η κατάβαση γίνεται για μερικές μέρες μέσα στον πόνο, μπορεί να γίνει επίσης μέσα στη χαρά…”
“…Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Ο Σίσυφος όμως, συμβολίζει την ανώτερη πίστη που αρνιέται στους θεούς κι ανυψώνει τους βράχους.
Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Αυτό το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άκαρπο ούτε μάταιο.
Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού πλάθει, μονάχα γι’ αυτόν, τη μορφή ενός κόσμου.
Ακόμα κι ο ίδιος ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά.
Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο…”
***Ο ευτυχισμένος θάνατος του Αλμπέρ Καμύ
Ας μεταφερθούμε τώρα για λίγο στις αρχές του Γενάρη του 1960. Ο Καμύ έχει ήδη κερδίσει το Νόμπελ, είναι αναγνωρισμένος, διάσημος και με αρκετά χρήματα.
Ζει απομονωμένος σε ένα σπίτι σε ένα πανέμορφο γαλλικό χωριό, τη Λουρμαρέν. Εκεί διαβάζει και γράφει.
Σε τακτά χρονικά διαστήματα παρατάει την ρουτίνα της ζωής στην επαρχία (το δικό του βράχο προς το βουνό) και πηγαίνει στο Παρίσι.
Για ένα τέτοιο ταξίδι είχε αρχίσει να προετοιμάζεται εκείνες τις μέρες και λίγο πριν αναχωρήσει για το Παρίσι είχε ήδη συμφωνήσει μέσα από αλληλογραφία να συναντηθεί με 4 γυναίκες…
Στις 4 Ιανουαρίου του 1960 ξεκίνησε για τον σιδηροδρομικό σταθμό της Λουρμαρέν, στο δρόμο όμως συνάντησε τον εκδότη και φίλο του Γκάλιμαρ που αναχωρούσε και αυτός με την οικογένειά του για Παρίσι.
Ο Καμύ με χαρά δέχτηκε να συν ταξιδέψει με τον φίλο του και μπήκε και αυτός στο αυτοκίνητό του.
Στο δρόμο ο Γκάλιμαρ ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και το αυτοκίνητο έπαθε λάστιχο και στη συνέχεια έπεσε πάνω σε ένα πλατάνι και ο Καμύ βρήκε ακαριαίο θάνατο.
Στην τσέπη του σακακιού του Καμύ θα βρεθεί, ένα εισιτήριο τρένου και στη λασπωμένη τσάντα του θα βρεθούν 144 σελίδες από το μυθιστόρημά του Ο πρώτος Άνθρωπος, που δεν πρόλαβε να τελειώσει, ένα αντίτυπο της Χαρούμενης γνώσης του Νίτσε και μια σχολική έκδοση από τον Οθέλλο του Σαίξπηρ.
Ήταν η τελευταία διαδρομή του “Πρώτου Παράλογου Ανθρώπου”.