O Χέρμαν Μπροχ και το καλύτερο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα

“…Εκτιμώ πως ο “Βιργίλιός” του και οι “Υπνοβάτες” είναι από τα πιο θαυμαστά, βαθιά, εξαιρετικά και πρωτότυπα πειράματα που δοκιμάστηκαν ποτέ στη φόρμα του μυθιστορήματος. Όταν ωστόσο εκφράζω αυτή μου την άποψη δημοσίως, αντιμετωπίζω ορυμαγδό αντιρρήσεων ακόμα και από ανθρώπους πεπαιδευμένους, οι οποίοι ενίστανται για το γεγονός ότι θαυμάζω μια λογοτεχνία αφηρημένη και σοφιστικέ που σχεδόν δεν διαβάζεται!…”
Απόσπασμα από επιστολή του Τόμας Μαν, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει τον Χέρμαν Μπροχ για να κερδίσει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, με το οποίο όμως δεν βραβεύθηκε ποτέ από την επιτροπή της Στοκχόλμης.
Ο Χέρμαν Μπροχ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1886.
Το 1925, σε ηλικία που πλησίαζε τα 40, αποφάσισε να εγκαταλείψει το υφαντουργείο του πατέρα του, στο οποίο εργαζόταν ως τότε, και να σπουδάσει μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.
Το 1932 εκδίδει σε τρεις τόμους το μυθιστόρημά του “Οι υπνοβάτες” .
Ο Μίλαν Κούντερα, μελετητής του έργου του Μπροχ, γράφει για τους υπνοβάτες:
“…Ξαναδιαβάζοντας τους «Υπνοβάτες» σκέφτομαι τον καιρό της νεότητάς μου, που τώρα μου φαίνεται ως «η εποχή του Ες». Η προσχώρηση σε μιαν αξία, η στράτευση στο όνομά της, θεωρούνταν τότε από όλους μια ηθική αναγκαιότητα. Σκέφτομαι έναν Γάλλο φίλο, ευφυή και εξαιρετικά πνευματώδη, ο οποίος είχε διακηρύξει την αγάπη του για τον Μάο και στη συνέχεια είχε εκφράσει την ίδια αγάπη για τον πάπα. Σκέφτομαι έναν σημαντικό κομμουνιστή ιδεολόγο ο οποίος κατέληξε να εγκαταλείψει τον μαρξισμό για να προσχωρήσει στο Ισλάμ. Και θα μπορούσα να αναφέρω και τόσες άλλες παρόμοιες μεταστροφές, οι οποίες δεν είχαν καμία σχέση ούτε με τον καιροσκοπισμό, ούτε με τον καριερισμό, ούτε με την ανοησία.
Στην «εποχή του Ες» τα πρόσωπα δεν μπορούν να ζουν χωρίς να μάχονται για κάποιο ιδεώδες, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι σε θέση να το κατανοήσουν.
Όταν στην Ευρώπη κατέρρευσαν τα κομμουνιστικά κράτη, οι θρησκευτικές, εθνικές και πολιτικές πεποιθήσεις έπαψαν, με τρόπο αρκετά διακριτικό, να παίζουν τον μεγάλο ρόλο που είχαν κάποτε. Η αριστερά; Η δεξιά; Ζουν μια σχέση καλής γειτονίας. Καβγαδίζουν πολιτισμένα για λίγη εξουσία αλλά σίγουρα όχι για να αλλάξουν τον κόσμο. Έτσι άρχισα να κατανοώ ότι αυτό που μας απειλεί δεν αντιπροσωπεύεται πλέον ούτε από τον πόλεμο ούτε από την επανάσταση και ότι βρισκόμαστε στην εποχή του πραγματισμού, στην οποία το μόνο νόημα που μπορεί να έχει η ζωή είναι εκείνο του κέρδους. Το κέρδος νοείται όχι ως εγωιστική και ποταπή αξία, αλλά ως η μόνη απόδειξη του ότι η εργασία έγινε καλά, του ότι ένα άτομο δεν έζησε για το τίποτα, του ότι η ζωή του είχε ένα νόημα…”
Οι «Υπνοβάτες» όμως γράφονται στη διάρκεια των ταραγμένων γερμανικών χρόνων του Μεσοπολέμου και τόσο το βιβλίο όσο και ο συγγραφέας θα περάσουν απαρατήρητοι.
Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία, το 1938, ο Μπροχ συλλαμβάνεται από την γκεστάπο.
Αποφυλακίζεται με την παρέμβαση των φίλων του, ιδίως του Τζέιμς Τζόις και άλλων συγγραφέων.
Φεύγει για το Λονδίνο, για να καταλήξει στις ΗΠΑ το 1939.
Εκεί εκδίδει το μυθιστόρημα “Βιργιλίου θάνατος” και αυτό όμως θα περάσει απαρατήρητο.
Πεθαίνει το 1951 αυτοεξόριστος και σχεδόν τελείως ξεχασμένος.
Σε σημειώσεις που βρέθηκαν μετά τον θάνατό του, ο Μπροχ φαίνεται να γνωρίζει και να αποδίδει ξεκάθαρα την αξία των βιβλίων που άφηνε πίσω του, ενώ εκείνο το διάστημα ήταν εντελώς άγνωστος.
Θα χρειαστούν να περάσουν πολλά χρόνια για να θεωρηθούν “Οι Υπνοβάτες” το καλύτερο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα από πολλούς συγγραφείς της εποχής μας. Ο ίδιος ο Μπροχ, όμως, είναι πια νεκρός.
Σήμερα το έργο του θεωρείται από τη διεθνή κριτική ισάξιο του Κάφκα, του Τζόις και του Προυστ.
“…Τα μεγάλα έργα έχουν πάντα τον χρόνο με το μέρος τους, που σημαίνει ότι μπορούν να περιμένουν…”