Μια ραγισμένη καρδιά (διήγημα)

Είχε παρκάρει το αυτοκίνητο του πάνω από μισή ώρα σε ένα πάρκινγκ που είχε βρει τυχαία πάνω στον αυτοκινητόδρομο. Αφού είχε ψάξει γύρω στα πέντε λεπτά να βρει ραδιοφωνικό σταθμό της αρεσκείας του, τώρα συνειδητοποιούσε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε ένα τραγούδι.
Ήταν μεγάλη η υπερένταση που ένιωθε, παρά τα χάπια και το αλκοόλ που είχε καταναλώσει. Προσπάθησε να θυμηθεί κάτι…η τελευταία σκέψη που είχε κάνει και μπορούσε να ανακαλέσει ήταν να μπει στο πάρκινγκ και να βάλει μουσική…
Μετά; Που βρισκόταν για μισή ολόκληρη ώρα; Κοίταξε το ρολόι του αυτοκινήτου, σχεδόν έξι, σε λίγο θα αρχίσει να ξημερώνει σκέφτηκε.
Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Έβαλε πάλι μπροστά, άνοιξε τα τζάμια να τον φυσάει αέρας και έβαλε τέρμα στο ραδιόφωνο ηλεκτρονική μουσική. Οδήγησε μερικά χιλιόμετρα ακόμα, αλλά η κούραση άρχισε να τον καταβάλει.
Βγήκε από την εθνική, αλλά αυτή τη φορά κατέβηκε παραλιακά και σταμάτησε μπροστά στη θάλασσα.
Βγήκε από τα αυτοκίνητο να περπατήσει, αισθανόταν το κεφάλι του εντελώς μουδιασμένο.
Κατάφερα να μην την σκέφτομαι, είπε σαν να μονολογούσε. Αλλά αυτό που έκανα τώρα μήπως δεν ήταν και πάλι μια σκέψη για εκείνη;
Ξαφνικά ένιωσε ένα ρίγος, φόραγε μόνο ένα πουκάμισο και έξω έκανε σίγουρα πολύ κρύο.
Φαντάστηκε τον εαυτό του, να πεθαίνει από πνευμονία, μόνος, σε κάποιο νοσοκομείο. Δεν του άρεσε σαν σκέψη και γύρισε στο αυτοκίνητο να πάρει μπουφάν.
Μέσα στο αμάξι του, έβαλε το μπουφάν, άναψε τσιγάρο και άλλαξε ραδιοφωνικό σταθμό. Ήξερε ότι όλα τα τραγούδια όπως και να ‘χει εκείνη θα του θύμιζαν…ήξερε ακόμα ότι και η παραμικρή ανάμνηση του έφερνε δάκρυα στα μάτια, αλλά κάτι τον παρακινούσε να δοκιμάσει και πάλι.
Έπεσε πάνω στο “Πεθαίνω για σένα”, ένα παλιό τραγούδι του Γιώργου Μαργαρίτη. Κατευθείαν στα δύσκολα σκέφτηκε και για πολύ λίγο χαμογέλασε με την σκέψη που έκανε.
Δεν άντεξε να ακούσει, ούτε ως το ρεφρέν! Και ας είσαι απάτη μονολόγησε και το έκλεισε, αφού ήδη ένας κόμπος είχε σχηματιστεί στο λαιμό του.
Το δύσκολο είναι να ζήσω χωρίς εκείνη, σκέφτηκε, όχι να πεθάνω για εκείνη! Άρχισε να σκέφτεται όλους τους τρόπους αυτοκτονίας, αλλά δεν έμενε ευχαριστημένος με κανέναν.
Αυτό που δεν μπορούσε να διαχειριστεί με τίποτε, ήταν την κατάσταση στην οποία θα έβρισκαν το πτώμα του!
Σκέφτηκε τον Λιαντίνη, το να έβρισκαν όμως μόνο τα κόκαλα του χρόνια αφού θα είχε φύγει, δεν του άρεσε καθόλου! Εκείνη έπρεπε να το δει και να πονέσει, όχι να ελπίζει ότι ακόμα ζει! Χρειαζόταν κάτι πιο οριστικό!
Η δεύτερη σκέψη του ήταν στην Άννα Καρένινα, αλλά και μόνο στην ιδέα του πως θα κατέληγε το πτώμα του μετά από σύγκρουση με τρένο, τον έκανε να την απορρίψει αμέσως.
Κατόπιν σκέφτηκε να πάρει ένα περίστροφο και να σημαδέψει κατευθείαν στην καρδιά, όπως είχε κάνει ο Καρυωτάκης. Του άρεσε αυτή η σκέψη την βρήκε ποιητική. Σκέφτηκε τον εαυτό του πεσμένο, το περίστροφο δίπλα και τα δυο του χέρια να ακουμπάνε το στήθος του.
Μετά σκέφτηκε ότι το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τον δει εκείνη ποτέ έτσι…ακόμα και να το έκανε μέχρι να το μάθει θα τον είχε μαζέψει η αστυνομία! Εξάλλου δεν είχε περίστροφο και δεν του άρεσαν κιόλας!
Μετά σκέφτηκε να μπει απλά στη θάλασσα μέσα και να κολυμπήσει ώσπου να τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του! Αυτή η σκέψη του έφτιαξε την διάθεση!
Θυμήθηκε που ο Καρυωτάκης μερικές μέρες πριν αυτοκτονήσει είχε γράψει σε κάποιες σημειώσεις του
“…Συνιστώ σε όσους σκοπεύουν να αυτοκτονήσουν, να αποφύγουν τη μέθοδο του πνιγμού, εάν γνωρίζουν καλό κολύμπι. Εγώ ταλαιπωρήθηκα στη θάλασσα 10 ώρες και δεν κατάφερα τίποτα!..”
Ο ίδιος ήταν πολύ κακός κολυμβητής αλλά δεν ήθελε να ρισκάρει μια τέτοια αποτυχία.
Έψαξε και βρήκε το κινητό του, ήταν κλειστό. Μάλλον θα ‘χει τελειώσει η μπαταρία σκέφτηκε. Το συνέδεσε με την μπαταρία του αυτοκινήτου και το έβαλε να φορτίζει.
Ξεκίνησε να ξημερώνει. Έψαξε και βρήκε μέσα στο αμάξι δυο ντεπον! Εκείνη πάντα κάπου άφηνε κάποιο ντεπόν, μιας και υπέφερε συχνά από πονοκεφάλους!
Τα πήρε μαζί με λίγο νερό που βρήκε δίπλα από το κάθισμα του συνοδηγού. Η τελευταία που είχε πιει από το μπουκάλι ήταν σίγουρα εκείνη. Ακούμπησε και πάλι τα χείλη του σε αυτό, αλλά χωρίς να πιει αυτή τη φορά!
Σκέφτηκε το τελευταίο τους ταξίδι, να ακούν μουσική, να τραγουδούν και εκείνη σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού να του ακουμπάει το χέρι του, που ακουμπούσε τον λεβιέ τον ταχυτήτων!
Προσπάθησε να διαχειριστεί και πάλι το παρόν του. Εδώ και 24 ώρες όλα αυτά είχαν αλλάξει οριστικά, όλες οι στιγμές που είχαν μαζί, είχαν αποκτήσει πια άλλο νόημα.
Δεν είναι ότι δεν θα μπορούσα να συγχωρέσω την πράξη της σκέφτηκε, αυτό που δεν θα μπορούσα να της συγχωρέσω είναι το γεγονός ότι σε μια στιγμή άλλαξε όλο μου το παρελθόν! Μια στιγμή φτάνει ώστε όλες οι αναμνήσεις σου να έχουν διαφορετική σημασία.
Όταν τώρα πια θα γυρίζω στην ανάμνηση του ταξιδιού, μπορεί να ανακαλέσω και πάλι την στιγμή, εκείνη να μου κρατάει το χέρι, εγώ να νιώθω ευτυχισμένος, αλλά πως μπορώ πια να είμαι σίγουρος ότι εκείνη σκεφτόταν εμένα;
Όχι! Δεν μπορώ! Με έκλεψε!!! Η τελευταία πρόταση βγήκε σχεδόν φωναχτά από το στόμα του!
Ναι! Με έκλεψε και αυτό δεν ξέρω αν μπορεί να αλλάξει πάλι και με ποιον τρόπο!
Έβαλε μπροστά, λίγο ο αέρας που τον είχε φυσήξει, λίγο τα ντεπόν που είχαν αρχίσει να δρουν δεν αισθανόταν ούτε πονοκέφαλο πια, ούτε καν κούραση!
Κοίταξε το τοπίο που απλωνόταν γύρω του και του φάνηκε υπέροχο. Ακούμπησε το λεβιέ των ταχυτήτων, έβαλε πρώτη και ετοιμάστηκε για αναχώρηση.
Λίγο πριν ξεκινήσει, το μάτι του έπεσε πάνω στο κλειστό κινητό. Έσβησε και πάλι την μηχανή και το άνοιξε.
Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Μέχρι να ανοίξει το τηλέφωνο και να βρει δίκτυο, πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό που του φάνηκε αιώνας!
Επιτέλους άνοιξε. Στην αρχική οθόνη μετά από λίγο εμφανίστηκε μια ειδοποίηση. Μπήκε στα μηνύματα, άνοιξε το πρώτο και ξεκίνησε να διαβάζει.
Ήταν μια πρόταση μόνο, μια πρόταση γραμμένη στα αγγλικά, όπως συνήθιζε εκείνη να στέλνει παρόλο που εκείνος την είχε κοροϊδέψει πολλές φορές γι’ αυτό.
Εκείνη του είχε γράψει:
I can’t live, If living is without you
Τελικά έμεινε μέσα στο αμάξι, σε εκείνη την παραλία άλλη μία ώρα, να διαβάζει το μήνυμά της, ξανά και ξανά…