Η ερωμένη του Μιστράλ ή αλλιώς μια σαπουνόπερα

***Παρασκευή, 19 Οκτωβρίου 1976, Προβηγκία, Νότια Γαλλία
Η ελαφριά βροχή με την οποία ξεκίνησε η μέρα, σύντομα εξελίχθηκε σε καταιγίδα. Ο Πωλ όμως ήταν τόσο απορροφημένος από τον πίνακα που ήθελε να τελειώσει που δεν αποφάσιζε να φύγει!
Το χωράφι το οποίο είχε επιλέξει να στήσει τα σύνεργα του δεν είχε ούτε ένα φυσικό υπόστεγο και έτσι ήταν αναγκασμένος να υπομένει την καταιγίδα που δεν έλεγε να κοπάσει με τίποτε…
Δυο ώρες αργότερα μουσκεμένος ως το κόκκαλο και εξαντλημένος αποφασίζει τελικά να γυρίσει σπίτι του. Ο πίνακας έχει επιτέλους ολοκληρωθεί!
Στο δρόμο δεν θα αντέξει και θα λιποθυμήσει. Λίγο αργότερα θα περάσει ένας συγχωριανός του που θα τον μεταφέρει σπίτι του.
Επί τρεις μέρες ψήνεται στον πυρετό σε κωματώδη κατάσταση. Σε μια μικρή αναλαμπή που θα έχει σηκώνεται και επεξεργάζεται και πάλι τον πίνακα και βάζει μερικές τελευταίες πινελιές.
Μετά παίρνει ένα τσαλακωμένο χαρτί και με πολύ κόπο γράφει:
“Την κέρδισες. Με τον πίνακα θέλησα να κρατήσω και εγώ ένα μέρος της, όμως δεν έχει νόημα πια στον χαρίζω και αυτόν.”
Έκλεισε τον φάκελο και πάνω έγραψε “Ανδρέας Εγγονόπουλος”
Τρεις μέρες αργότερα, στις 22 Οκτωβρίου του 1976, σε ηλικία 57 ετών, θα πεθάνει από πνευμονία.
***Δευτέρα, 3 Ιουνίου 1991, Ζυρίχη Ελβετία
Το σπίτι στο οποίο έμενε, θύμιζε περισσότερο μουσείο πια, αφού η συλλογή του μέτραγε περισσότερο από 300 αναγνωρισμένα έργα τέχνης.
Εκείνος αν και καταγόταν από παλιά εφοπλιστική οικογένεια με αμύθητη περιουσία, τα τελευταία 10 χρόνια είχε αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συλλογή έργων τέχνης και η ιδιωτική του συλλογή θεωρούνταν μια από τις 10 καλύτερες στον κόσμο.
Διάβαζε απορροφημένος την εφημερίδα του, όταν η υπηρέτρια του ανάγγειλε την άφιξη των 2 Αμερικάνων που εκπροσωπούσαν μια μεγάλη γκαλερί στη Νέα Υόρκη.
Όταν μπήκαν μέσα το πρώτο που πρόσεξε ήταν ότι ήταν ντυμένοι αλλά και κουρεμένοι πανομοιότυπα και κρατούσαν από μια ίδια τσάντα.
– Η τελική προσφορά για τον πίνακα είναι 220 εκατομμύρια δολάρια, του απευθύνθηκε ο πιο ψηλός από τους δύο.
– Φοβάμαι, ότι άδικα σας έβαλα σε τόσο κόπο, δεν τον πουλάω!
– Κύριε Εγγονόπουλε επειδή και εμείς φοβόμασταν ότι μπορούσε η διαπραγμάτευση να εξελιχθεί αρνητικά σας έχουμε και μια δεύτερη πρόταση, του απάντησε και πάλι ο πιο ψηλός.
– Σας ακούω λοιπόν!
– Μπορείτε να μας νοικιάσετε τον πίνακα για έξι μήνες για 12 εκατομμύρια δολάρια!
– Φοβάμαι κύριοι ότι ούτε αυτό είναι δυνατόν! Ο πίνακας αυτός θα εγκαταλείψει το σπίτι αυτό μόνο όταν πεθάνω!
– Κύριε Εγγονόπουλε, ένα τόσο μεγάλο έργο τέχνης και να μην έχει την δυνατότητα ο κόσμος να το δει, είναι άδικο, ψέλλισε ο δεύτερος Αμερικάνος.
– Αυτό το έργο δεν φτιάχτηκε για τον κόσμο κύριε! Του απάντησε μάλλον έντονα με τη σειρά του ο Εγγονόπουλος!
– Η θέση των μεγάλων έργων τέχνης είναι οι γκαλερί και τα μουσεία, όπου ο κόσμος έχει την δυνατότητα να τα βλέπει!
– Κύριοι η θέση του συγκεκριμένου έργου είναι εδώ, είμαι σίγουρος γι’ αυτό!
– Αν ποτέ αλλάξετε γνώμη, επικοινωνήστε, είπε με τόνο επίσημο ο πιο ψηλός χωρίς να το πιστεύει και ο ίδιος, μόνο και μόνο για να μη φύγει εντελώς απογοητευμένος.
– Αν αλλάξω γνώμη θα σας ενημερώσω! Ευχαριστώ για τον χρόνο σας!
***Παρασκευή, 14 Ιανουαρίου, 2011, Αθήνα, Ελλάδα
Όταν ένας τόσο γνωστός πίνακας βγαίνει σε δημοπρασία, το μόνο που δεν ενδιαφέρει κανέναν πια είναι η καλλιτεχνική του αξία, σκεφτόταν ενώ άναβε το τρίτο τσιγάρο περιμένοντας το ραντεβού του που είχε καθυστερήσει ήδη 10 λεπτά.
Όσο ζούσε ο πατέρας του, ο πίνακας είχε φτάσει πολλές φορές στο τελικό στάδιο των διαπραγματεύσεων αλλά πάντα τελευταία στιγμή αποφάσιζε να τον κρατήσει.
– Εγώ θα γράψω ιστορία σήμερα, σκεφτόταν ενώ άναβε άλλο ένα τσιγάρο. Σήμερα θα πετύχω να πάρω την υψηλότερη τιμή που έπιασε ποτέ πίνακας, έλεγε στον εαυτό του και η αδρεναλίνη του είχε φτάσει στα ύψη!
Μια δημοπρασία τέτοιου επιπέδου, περισσότερο από το καλλιτεχνικό, περισσότερο ακόμα και από το χρηματικό μέρος θα χαρακτήριζε μια για πάντα την διαπραγματευτική του ικανότητα και θα τον έβγαζε οριστικά από την σκιά του πατέρα του.
Επιτέλους έφτασε και ο εκπρόσωπος της βασιλικής οικογένειας.
– Θα είμαι σύντομος κύριε. Έχω εξουσιοδοτηθεί να φύγω από εδώ με την υπογραφή σας, τώρα πια εξαρτάται μόνο από εσάς.
– Γνωρίζετε τις προσφορές των Larry Gagosian και William Acquavella;
– Ναι είδα το mail που μου προωθήσατε. Λοιπόν 250 εκατομμύρια υπογράφουμε και ο πίνακας περνά στην ιστορία σαν ο πιο ακριβοπληρωμένος στην ιστορία της τέχνης
– Γεγονός από το οποίο φυσικά έχετε να κερδίσετε πολλά!
– Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί είναι win & win situation όπως λένε και οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι, είπε σε άψογα αγγλικά ο εκπρόσωπός και έβγαλε από έναν χαρτοφύλακα μια στοίβα χαρτιά.
Πήρε το στυλό στα χέρια του και λίγο πριν υπογράψει έκανε μια τελευταία σκέψη. Μια σκέψη που άνηκε στον πατέρα του που είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες και που ήταν σίγουρος ότι δεν θα υπέγραφε τελικά! Εκείνος για άλλη μια φορά θα το είχε αναβάλλει.
– Οι συναισθηματισμοί είναι μια πολυτέλεια που δεν έχω, είπε περισσότερο συμπληρώνοντας την σκέψη του και λιγότερο απευθυνόμενος στον εκπρόσωπο.
– Έτσι είναι κύριε. Για 250 εκατομμύρια δολάρια κανείς δεν θα είχε!
– Θες να σου πω μια αλήθεια; Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί άρεσε τόσο στον πατέρα μου αυτός ο πίνακας, είπε και υπόγραψε.
Ο εκπρόσωπος μάζεψε γρήγορα τα χαρτιά σηκώθηκε όρθιος και ετοιμάστηκε να αποχωρήσει.
Όταν έφτασε στην πόρτα γύρισε στον κληρονόμο και αντί για τον τυπικό χαιρετισμό του είπε:
– Όλα τα πράγματα έχουν μόνο την αξία που τους δίνουμε. Για τον πατέρα σας ο πίνακας μπορεί να ήταν συνδεδεμένος με μια πολύτιμη ανάμνηση που δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Για σας είναι ένας τρόπος να γράψετε ιστορία και να αποδείξετε την ικανότητα σας. Ο πατέρας σας έφυγε μαζί και η εποχή από την οποία ερχόταν. Καλή σας μέρα, είπε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Ο κληρονόμος όταν έμεινε μόνος του κατευθύνθηκε για τελευταία φορά στο δωμάτιο που ακόμα φιλοξενούσε τον πίνακα, μπήκε μέσα κάθισε σε μια πολυθρόνα που υπήρχε απέναντι από τον πίνακα και για πρώτη φορά έκλαψε για τον πατέρα του.
Λίγο αργότερα, στα συνοδευτικά έγγραφα του πίνακα βρήκε έναν παλιό φάκελο που πάνω είχε το όνομα του πατέρα του και μέσα με κακά γράμματα, ένα σημείωμα που γραφολόγοι μερικές μέρες αργότερα θα του βεβαίωναν ότι άνηκε στον φημισμένο ζωγράφο.
Έβαλε το σημείωμα στην τσέπη, η περιέργεια του ήταν τόσο μεγάλη που ήθελε να επικοινωνήσει αμέσως με την μάνα του και να την ρωτήσει αν γνώριζε κάτι σχετικά!
Εκείνη ζούσε εδώ και πολλά χρόνια απομονωμένη στην Άνδρο και την έβλεπε πια ελάχιστα!
Αποφάσισε ότι το χαρτί που είχε στην τσέπη του ήταν μια πολύ καλή αφορμή να περάσει λίγο χρόνο μαζί της.
***Σάββατο 15 Ιανουαρίου, 2011, Άνδρο, Ελλάδα
Πόσο διαφορετικά άτομα ήταν οι γονείς μου, σκεφτόταν καθώς έφτανε στο σπίτι της μητέρας του στην Άνδρο.
Η μητέρα μου σπίτι της δεν έχει ούτε ένα έργο τέχνης, ενώ το σπίτι του πατέρα μου ήταν σαν μουσείο, μονολόγησε καθώς έφτανε πια στον προορισμό του.
Φθάνοντας είδε την μητέρα του να τον περιμένει όρθια έξω.
– Δεν έχεις αλλάξει καθόλου μάνα! Ακόμα παραμένεις η πιο όμορφη Ελληνίδα της είπε χαριτολογώντας!
Εκείνη μάλλον χαμογέλασε και τον έσφιξε γρήγορα στην αγκαλιά της. Μερικά δευτερόλεπτα μετά κάθονται στο σαλόνι και ο κληρονόμος βγάζει το σημείωμα και της το εναποθέτει στα πόδια.
– Γνωρίζεις τι είναι αυτό;
Κατάλαβε αμέσως ότι εκείνη είχε ταραχτεί και προσπαθούσε μάταια να το κρύψει.
– Ναι το έχω διαβάσει πάλι, αλλά πάνε πολλά χρόνια από τότε.
– Ο πίνακας που πρόσφατα πούλησα για 250 εκατομμύρια, ήταν δώρο του Πωλ Μιστραλ στον πατέρα μου;
– Ο πατέρας σου και ο Πωλ υπήρξαν πολύ καλοί φίλοι!
– Ποια κέρδισε ο μπαμπάς γνωρίζεις;
– Πάνε τόσα χρόνια που δεν θυμάμαι πια, κάτι μου είχε αναφέρει ο πατέρας σου αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πια!
– Εσύ μητέρα τον είχες γνωρίσει τον Πωλ;
– Είχαμε συναντηθεί μερικές φορές, αλλά εμένα δεν με συγκινεί η τέχνη, όπως συγκινούσε τον πατέρα σου…
– Στον πίνακα διακρίνεται μια γυναικεία φιγούρα, χωρίς να φαίνεται το πρόσωπο παρά μόνο η πλάτη της. Υπάρχει περίπτωση ο Πωλ να είχε ζωγραφίσει εσένα;
Η μητέρα του δεν απάντησε. Σηκώθηκε του άφησε το σημείωμα και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.
– Ο πατέρας σου με έχασε, γιατί ποτέ δεν κατάφερε να ζήσει μαζί μου στο παρόν, έμεινε προσκολλημένος στο παρελθόν και όσο μεγάλωνε η συλλογή του τόσο περισσότερο δραπέτευε πίσω στο χρόνο. Όσες φορές και να προσπάθησα να τον πείσω ότι εκείνος ήταν το παρόν που τελικά επέλεξα έπεφτα πάνω σε τοίχο.
Έπειτα παίρνοντας μια ανάσα και ανακτώντας πλήρως τον έλεγχο της, συνέχισε πιο ήρεμη.
– Θα ετοιμάσω το αγαπημένο σου φαγητό ή μήπως έχεις κάποια ιδιαίτερη προτίμηση;
– Θα φάω ότι μου ετοιμάσεις, απάντησε μάλλον αφηρημένα ο κληρονόμος που μόλις είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν θα μάθαινε τίποτε άλλο για το θέμα που τον είχε φέρει στο νησί.
Αφού έφαγαν κάθισαν στη βεράντα και η κουβέντα περιστράφηκε γύρω από τις καθημερινές τους συνήθειες.
Όταν εκείνη τον καληνύχτισε για να αποσυρθεί στο δωμάτιο της, ο κληρονόμος θέλησε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια.
– Μάνα, αν ήξερα ότι ο πίνακας απεικονίζει εσένα δεν θα τον πούλαγα όσα λεφτά και να μου έδιναν!
Η μητέρα του χαμογέλασε και σε πολύ τρυφερό τόνο του απάντησε:
– Από μικρός είχες πολύ ζωηρή φαντασία, ο πίνακας δεν είχε καμία σχέση με μένα και καλά έκανες και τον πούλησες, αν τον είχα θελήσει θα τον είχα κρατήσει!
– Δηλαδή δεν είσαι εσύ η γυναίκα του πίνακα, αποκρίθηκε σχεδόν απογοητευμένα ο κληρονόμος.
– Καληνύχτα γιε μου, λέω σε 2 εβδομάδες να έρθω Αθήνα να μείνω για λίγο να σε δω και περισσότερο!
– Καληνύχτα μητέρα! Θα σε περιμένω με χαρά!
***Δευτέρα 12 Απριλίου, 1976, Παρίσι, Γαλλία
Η νεαρή Βασιλική πέρναγε μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου της στη Μονμάρτρη και στα καφέ της. Αγαπούσε πολύ την ζωγραφική και είχε διαβάσει τα πάντα για τους φημισμένους ζωγράφους που είχαν ζήσει στην περιοχή 50 και περισσότερα χρόνια πριν.
Εκείνη την ημέρα, είχε κανονίσει να πιει καφέ με την φίλη της την Νάντια, αλλά εκείνη όπως πάντα την είχε στήσει και η Βασιλική είχε βγάλει τον Τροπικό του Καρκίνου του Μίλλερ και τον διάβαζε όσο περίμενε.
Ξαφνικά και ενώ ήταν απορροφημένη από το βιβλίο της, ένιωσε μια αντρική παρουσία πάνω από το κεφάλι της.
– Θα μπορούσα να σας ζωγραφίσω;
– Δε βρίσκεται ότι η μέθοδος σας είναι λίγο ξεπερασμένη, του απάντησε μάλλον εύθυμα εκείνη.
– Δυστυχώς έχετε δίκιο! Εφαρμόζω μια ξεπερασμένη μέθοδο για να σας πείσω να ποζάρετε για μια ξεπερασμένη τέχνη! Δεν έχω καμιά ελπίδα!
– Ξεπερασμένη τέχνη η ζωγραφική! Θα διαφωνήσω σε αυτό κύριε!
– Πωλ Μιστράλ!
Η νεαρή Βασιλική στο άκουσμα του ονόματος γύρισε και επεξεργάστηκε τον άντρα.
Κατάλαβε ότι μιλούσε με τον πιο διάσημο εν ζωή ζωγράφο της Γαλλίας
– Σας γνωρίζω! Και μάλιστα θα έλεγα ότι είμαι και μεγάλη σας θαυμάστρια!
– Και τότε γιατί δεν θέλετε να ποζάρετε για μένα;
– Κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο και για τους δυο μας!
– Με ποια έννοια, δεν σας καταλαβαίνω!
– Μπορεί να σας ερωτευθώ! Τόσα έχω διαβάσει για γυναίκες που κάποια στιγμή πόζαραν για ζωγράφο! Είναι επικίνδυνο!
– Μα εγώ θα μπορούσα να είμαι πατέρας σας! Είμαι σίγουρος ότι έχω τα διπλάσια χρόνια σας!
– Τόσο το χειρότερο! Θα μπορούσατε να με ερωτευθείτε εσείς τότε, συνέχισε να τον πειράζει εύθυμα η Βασιλική!
– Σας υπόσχομαι να μην το επιτρέψω να συμβεί! Αν σας το υποσχεθώ θα ποζάρετε για μένα;
– Θα χρειαστώ εγγυήσεις!
– Αν σας ερωτευθώ θα σας χαρίσω τον πίνακα!
– Αν με ερωτευθείτε θα πρέπει να αντιμετωπίσετε και τον αρραβωνιαστικό μου και σίγουρα θα έχετε άσχημα ξεμπερδέματα!
– Αν είστε αρραβωνιασμένη, εσείς τουλάχιστον δεν διατρέχεται κανέναν κίνδυνο! Πως θα μπορούσα να ανταγωνιστώ κάποιον αρκετά νεότερο μου!
– Έχετε μια γοητεία που θα μπορούσε να συγκινήσει πολλές κοπέλες της ηλικίας μου!
– Αν και δεν το πιστεύω, σας υπόσχομαι ότι δεν θα επιτρέψω να συμβεί τίποτε ανάμεσα μας! Θα είστε απόλυτα προστατευμένη! Θα έρχεστε, θα ποζάρετε και θα φεύγετε.
– Αφού έχω τον λόγο σας, είμαστε σύμφωνοι!
***Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου, 1976, Παρίσι, Γαλλία
Στο ίδιο καφέ που είχαμε γνωριστεί θα τον δω και για τελευταία φορά σκεφτόταν η Βασιλική, ενώ τον περίμενε να έρθει.
Προσπάθησε να επικεντρωθεί στο βιβλίο της αλλά μάταια, διάβαζε ανάμεσα στις γραμμές χωρίς να δίνει καμία προσοχή σε αυτά που έγραφε το βιβλίο, το κράταγε απλά για να περάσει ο χρόνος μέχρι να έρθει εκείνος
Μερικά λεπτά αργότερα ο Πωλ στεκόταν και πάλι όρθιος πάνω από το κεφάλι της.
– Συγγνώμη που άργησα, αλλά πήγα πρώτα να δω τον Αντρέα!
– Τι έκανες! Σχεδόν του ξεφώνισε απορημένη.
– Έπρεπε να το κάνω! Δεν ήθελα να έχει αμφιβολίες για τίποτε! Σκέψου ότι με ρώτησε αν είναι δικό μου το παιδί σου!
– Και εσύ τι του απάντησες!
– Μα την αλήθεια φυσικά, ότι ούτε φιλί δεν δώσαμε ποτέ και ότι ακόμα και όταν πόζαρες για μένα,
δεν σε άγγιξα παρά ελάχιστες φορές και μόνο όταν αυτό ήταν εντελώς απαραίτητο για τις ανάγκες του πίνακα!
– Ξέρει όμως ότι και οι δυο το θέλαμε! Το έχει καταλάβει ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου, εξάλλου δεν προσπάθησα και να του το κρύψω!
– Δεν μπορώ να σε δω στο μέλλον μου πια, δεν μπορώ ούτε όνειρα να κάνω για μας!
– Κι αν εγώ αποφάσιζα ότι σε θέλω και δεν με ενδιαφέρει τίποτε! Τι θα έκανες;
– Δεν θα σε άφηνα να καταστροφείς!
– Και αν το ήθελα;
– Δεν θα μπορούσα…το νόημα όσων ζούμε βρίσκονται στις μελλοντικές προσδοκίες που έχουμε, για να αναπαραστήσουμε το παρελθόν έχουμε την τέχνη!
– Η τέχνη είναι για τους δειλούς λοιπόν! Το έμαθα με πολύ σκληρό τρόπο! Αντίο!
Η Βασιλική δεν περίμενε κάποια άλλη αντίδραση του Πωλ και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Λίγο πριν φύγει γύρισε μια τελευταία φορά προς εκείνον.
– Είσαι δειλός, μείνε λοιπόν με τα πινέλα σου!
Ο Πωλ την κοίταξε σιωπηλός, όταν εκείνη γύρισε και έφυγε, μονολόγησε.
– Για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια, γι’ αυτό κάνουμε τέχνη…
***Παρασκευή 8 Ιουνίου, 2018, Άνδρο, Ελλάδα
Ο κληρονόμος κάθισε στο σαλόνι και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πόσο άδειο φαινόταν το σπίτι χωρίς την μάνα του να τριγυρνάει μέσα σε αυτό!
Η κηδεία είχε γίνει όπως εκείνη ήθελε. Είχε θελήσει να ταφεί ξεχωριστά από τον πατέρα του, αλλά και από τους υπόλοιπους συγγενείς της.
Της άρεσε να ζει απομονωμένα και θέλησε να αναπαυθεί και μόνη, σκέφτηκε ο κληρονόμος καθώς έβγαζε το φάκελο που του είχε αφήσει.
Βολεύτηκε στην πολυθρόνα του και ξεκίνησε να διαβάζει:
“Όσες φορές και να κοίταξα στο παρελθόν μου, ότι ανασκόπηση και να έκανα στη ζωή μου, πάντα κατέληγα ότι ήσουν η πιο σημαντική απόφαση που πήρα, ενώ ο Πωλ η πιο σημαντική απόφαση που δεν πήρα. Όσες φορές και να έχω γυρίσει πίσω σε εκείνη τη στιγμή, κάθε φορά την ίδια απόφαση παίρνω!
Κανένας έρωτας δεν μπορεί να υπάρχει αν πρέπει να θυσιαστεί μια αγέννητη ζωή!”
Διάβασε το σημείωμα της μητέρας του και δεύτερη και τρίτη φορά, ύστερα το πήρε το έκλεισε μέσα στο χρηματοκιβώτιο, σφράγισε το σπίτι και εγκατέλειψε το νησί.
***Πέμπτη 21 Ιουλίου, 2018, Κατάρ
Ο πόλεμος ανάμεσα στα δύο μουσεία ήταν εδώ και χρόνια σε πλήρη εξέλιξη. Το Λούβρο του Άμπου Ντάμπι δαπανούσε κάθε χρόνο αστρονομικά ποσά για να φέρει έργα τέχνης που θα τραβήξουν τον κόσμο, όμως πάντα αυτό του Κατάρ κυρίως χάρη στον μυθικό πλέον πιο ακριβοπληρωμένο πίνακα του κόσμου του Πωλ Μιστραλ κατάφερνε κάθε χρόνο να κερδίζει περισσότερες εντυπώσεις και να κάνει περισσότερα έσοδα.
Ο Εγγονόπουλος είχε ήδη περάσει πάνω από μία ώρα μπροστά από τον πίνακα, όταν μια νεαρή με αυτήν την αυθάδεια και παρόρμηση της ηλικίας, θέλησε να τον πειράξει.
– Έχω διαβάσει τα πάντα για τον Πωλ Μιστράλ και αυτός είναι ο αγαπημένος μου πίνακας, αλλά ούτε εγώ δεν έχω καθίσει ποτέ τόση ώρα μπροστά του με τόση αφοσίωση! Είμαι περίεργη να μου πείτε τι βλέπετε!
Ο Εγγονόπουλος αρχικά την κοίταξε μήπως είναι κάποια γνωστή του και δεν την είχε αναγνωρίσει, όταν σιγουρεύτηκε ότι του είναι άγνωστη, σιγά σιγά σαν να ξύπναγε από βαθύ λήθαργο της απευθύνθηκε.
– Την συντριβή του έρωτα! Βλέπω την αγέννητη ζωή, που ακόμα είναι στο δρόμο, να συντρίβει τον έρωτα!
Η κοπέλα αρχικά σάστισε, αλλά γρήγορα βρήκε την αυτοκυριαρχία της και απάντησε.
– Ομολογώ ότι αυτή την ανάλυση, ούτε την είχα δει ποτέ στον πίνακα, ούτε την έχω διαβάσει κάπου! Οι πηγές σας ποιες είναι;
– Η μητέρα μου!
– Η μητέρα σας; Μήπως θέλετε να αναφερθείτε και σε κάποιο ρητό του πατέρα σας, του απευθύνθηκε φανερά ειρωνικά!
Εκείνος σαν να αγνόησε το ειρωνικό της ύφος, απάντησε:
– Ο πατέρας μου, είχε δίκιο όταν έλεγε ότι δεν ανήκει ο πίνακα αυτός σε μουσείο! Δυστυχώς άργησα να το καταλάβω!
– Τα μεγάλα έργα τέχνης, πρέπει να ανήκουν στο λαό και η θέση τους είναι στα μουσεία κύριε! Είπε φανερά εκνευρισμένη η νεαρή που είχε χάσει έτσι άσκοπα τον χρόνο της συνομιλώντας με έναν γραφικό τύπο.
– Όχι όλα, είπε εκείνος και επιτέλους σηκώθηκε.
Ο Εγγονόπουλος άρχισε να απομακρύνεται, λίγο πριν φύγει οριστικά, γύρισε μια τελευταία φορά προς τον πίνακα και μονολόγησε
– Αντίο μάνα.